Έκθεση-κόλαφος της Ε.Ε. για τρεις ελληνικούς αυτοκινητόδρομους - Με 1,2 δις ευρώ επιβαρύνθηκαν οι Έλληνες πολίτες

Αποκαλυπτική είναι η έκθεση της Ε.Ε, αναφορικά με τη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στην χώρα μας για την κατασκευή τριών αυτοκινητόδρομων.

Η έκθεση εστιάζει στον αυτοκινητόδρομο Ε 65, στην Ολυμπία οδό και στον αυτοκινητόδρομο Μορέα.

Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, οι φορολογούμενοι επιβαρύνθηκαν επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ, λόγω των συνεχών καθυστερήσεων στην ολοκλήρωσή τους.

Εκτός όμως από αυτό, οι αυτοκινητόδρομοι φαίνεται να κάλυψαν τελικά λιγότερα χιλιόμετρα από το αρχικό σχέδιο. Με λίγα λόγια και μεγαλύτερο κόστος και μικρότερο έργο.

Αναλυτικά:

Η έκθεση αναφέρει πως στον αυτοκινητόδρομο Ε-65, η έκταση μειώθηκε κατά 55%. Την ίδια ώρα το κόστος αυξήθηκε 47%, δηλαδή ακολούθησε πορεία αντιστρόφως ανάλογη των έργων.

Σε ευρώ αυτό μεταφράστηκε σε 415 εκατομμύρια παραπάνω κόστος. Επίσης η Ε.Ε αναφέρει πως είχε υπολογιστεί λάθος και η συχνότητα διέλευσης των αμαξιών, αφού το 2013 εκτιμήθηκε ότι θα τον χρησιμοποιούν 1.792, δηλαδή 63% χαμηλότερο από τον αρχικό υπολογισμό. Ωστόσο σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο ούτε αυτή δικαιολογούσε ένα τέτοιο έργο.

Στην Ολυμπία οδό η Ε.Ε εντοπίζει μείωση του έργου κατά 45%, με αύξηση του κόστους ανά χιλιόμετρο στο 69%. Αυτό σημαίνει πως το δημόσιο επιβαρύνθηκε επιπλέον 678 εκατ. ευρώ.

Ο αυτοκινητόδρομος Μορέα φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στην έκταση που αρχικά είχε προβλεφθεί. Ωστόσο και εκεί υπήρξε αύξηση τους κόστους και συγκεκριμένα κατά 16%. Με λίγα λόγια 84 εκατ. ευρώ παραπάνω.

Οι κύριες αιτίες της αναποτελεσματικότητας των δαπανών ήταν η ανάγκη κάλυψης των χρηματοδοτικών ελλειμμάτων που προκλήθηκαν από την αναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων ΣΔΙΤ, η ελλιπής προετοιμασία των έργων από τους εταίρους του δημόσιου τομέα και, πρωτίστως, η υπογραφή συμβάσεων με ιδιώτες παραχωρησιούχους πριν από την επίλυση σημαντικών προβλημάτων.

Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι προκαταρκτικές αναλύσεις είχαν βασιστεί σε υπεραισιόδοξα σενάρια, με αποτέλεσμα ο βαθμός χρήσης των έργων να υπολείπεται των προβλέψεων σε ποσοστό έως και 69% στην περίπτωση των ΤΠΕ (στην Ιρλανδία) και έως και 35% στην περίπτωση των αυτοκινητόδρομων (στην Ισπανία). Στις περιπτώσεις των περισσότερων από τα ελεγχθέντα έργα, η μέθοδος των ΣΔΙΤ επελέγη χωρίς να έχει προηγηθεί συγκριτική ανάλυση των διάφορων επιλογών σύναψης συμβάσεων, ώστε να παρέχονται εγγυήσεις ότι επρόκειτο για τη μέθοδο που μεγιστοποιούσε την οικονομική αποδοτικότητα και προστάτευε καλύτερα το δημόσιο συμφέρον.

Η κατανομή του κινδύνου μεταξύ των εταίρων από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα συχνά δεν ήταν η ενδεδειγμένη και χαρακτηριζόταν από έλλειψη συνοχής και αποτελεσματικότητας, ενώ οι υψηλοί συντελεστές απόδοσης (έως και 14 %) επί των επιχειρηματικών κεφαλαίων του εταίρου από τον ιδιωτικό τομέα δεν ήταν πάντοτε ανάλογοι των κινδύνων που τον βάρυναν. Επιπλέον, για τα περισσότερα από τα έξι ελεγχθέντα έργα στον τομέα των ΤΠΕ, η προσέγγιση της σύναψης σύμβασης μακράς διάρκειας δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη, δεδομένου του αντικτύπου των ταχειών τεχνολογικών εξελίξεων σε αυτά.

Οι ελεγκτές επισημαίνουν ότι η χρηματοδότηση των ΣΔΙΤ συνεπάγεται πρόσθετες απαιτήσεις και αβεβαιότητες. Η δυνατότητα εγγραφής των έργων ΣΔΙΤ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού αποτελούσε αποφασιστικό παράγοντα. Πέντε από τα δώδεκα έργα ΣΔΙΤ που αξιολογήθηκαν, συνολικού κόστους 7,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, εγγράφηκαν αρχικώς εκτός ισολογισμού. Η πρακτική αυτή αυξάνει τον κίνδυνο αρνητικών παράπλευρων συνεπειών.

Είναι λιγοστά τα κράτη-μέλη της ΕΕ που διαθέτουν κατάλληλο θεσμικό και νομικό πλαίσιο και σημαντική διοικητική ικανότητα για την υλοποίηση επιτυχημένων έργων ΣΔΙΤ. Τα κράτη-μέλη στα οποία πραγματοποιήθηκε επίσκεψη δεν είχαν αναπτύξει σαφή πολιτική και στρατηγική όσον αφορά τη χρήση των ΣΔΙΤ, κατάσταση που δεν ευνοεί την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για εκτέλεση μεγαλύτερου μέρους των κονδυλίων της ΕΕ μέσω έργων συνδυαστικής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των ΣΔΙΤ.