Επεισοδιακή η πρώτη επικοινωνία Τραμπ - Πούτιν: "Αδιάβαστος" ο Αμερικανός Πρόεδρος

Μπορεί για κάποιους από εμάς τους “κοινούς θνητούς” η συμφωνία New Start να είναι κάτι άγνωστο, όταν όμως είσαι Πρόεδρος των ΗΠΑ, οφείλεις να τη γνωρίζεις και με το παραπάνω.

Ο Ντόναλντ Τραμπ όμως δεν γνώριζε για την ύπαρξή της, με αποτέλεσμα να στραφεί στους συμβούλους προκειμένου να του λύσουν την απορία.

Ο 45ος Αμερικανός Πρόεδρος έκανε την ερώτηση αυτή ενώ στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής “περίμενε” ο Ρώσος ομόλογός του, Βλάντιμιρ Πούτιν.

Επρόκειτο μάλιστα για την πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, ο οποίος προφανώς έφερε σε άβολη θέση τον Τραμπ, όταν αναφέρθηκε στην πιθανότητα παράτασης της ισχύος της New START (Νέα Συνθήκη Μείωσης των Στρατηγικών Όπλων), η οποία υπογράφηκε το 2010.

Αφού ο Τραμπ ενημερώθηκε αναλόγως, απάντησε στον Πούτιν ότι πρόκειται για μια από τις πολλές κακές συμφωνίες που διαπραγματεύτηκε η Κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. Όπως υποστήριξε, πρόκειται για μια συνθήκη που περιορίζει την ανάπτυξη πυρηνικών κεφαλών, προσθέτοντας ότι η New START ευνοεί τη Ρωσία. Ο Τραμπ μίλησε επίσης στον Πούτιν για το πόσο δημοφιλής είναι,  σύμφωνα με έναν πρώην και δύο εν ενεργεία Αμερικανούς αξιωματούχους.

Ο Λευκός Οίκος δεν έκανε κανένα σχόλιο, αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Παρέπεμψε όμως το πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς στην επίσημη ανακοίνωση που είχε δώσει στη δημοσιότητα μετά το τηλεφώνημα της 28ης Ιανουαρίου, όπου δεν γινόταν καμία αναφορά στη συζήτηση για τη New START.

Η συνθήκη αυτή δίνει και στις δύο χώρες χρονικό περιθώριο μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018 για να μειώσουν τις πυρηνικές, στρατηγικές κεφαλές που έχουν αναπτύξει ώστε να μην ξεπερνούν σε αριθμό τις 1.550 – πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο εδώ και δεκαετίες.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο Τραμπ είχε υποστηρίξει ότι η Ρωσία “ξεγέλασε” τις ΗΠΑ με τη συνθήκη αυτή, την οποία αποκάλεσε “START-up”. Διαβεβαίωσε επίσης, λανθασμένα, ότι επιτρέπει στη Ρωσία να συνεχίσει να παράγει πυρηνικές κεφαλές, ενώ κάτι τέτοιο απαγορεύεται στις ΗΠΑ. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, στην ακρόασή του στη Γερουσία για την επικύρωση του διορισμού του, είχε δηλώσει ότι στηρίζει τη συνθήκη αυτή.

Οι δύο από τους ανθρώπους που περιέγραψαν τη συνομιλία ενημερώθηκαν για αυτήν από αξιωματούχους της κυβέρνησης οι οποίοι διάβασαν τις λεπτομερείς σημειώσεις που κρατήθηκαν κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Ο ένας από τους δύο είδε αποσπάσματα αυτών των σημειώσεων. Μια τρίτη πηγή ενημερώθηκε επίσης για το τηλεφώνημα. Το πρακτορείο Ρόιτερς δεν είδε τις σημειώσεις, οι οποίες είναι διαβαθμισμένες. Το Κρεμλίνο δεν ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημα του πρακτορείου να σχολιάσει τις πληροφορίες αυτές.

Το τηλεφώνημα με τον Πούτιν ενέτεινε τις ανησυχίες ότι ο Τραμπ δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένος για συζητήσεις με ξένους ηγέτες. Συνήθως, πριν από μια τέτοια επικοινωνία, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας υποβάλλει στον Πρόεδρο γραπτώς ένα ενημερωτικό σημείωμα, μετά από διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες υπηρεσίες, το Υπουργείο Εξωτερικών, το Πεντάγωνο και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Ακριβώς πριν από το τηλεφώνημα ο Πρόεδρος ενημερώνεται και προφορικά από τον σύμβουλό του για θέματα εθνικής ασφάλειας, ανέφεραν δύο πρώην υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι.

Δύο από τις πηγές είπαν ότι ο Τραμπ δεν ενημερώθηκε πριν από το τηλεφώνημα από τους ειδικούς στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Το Ρόιτερς δεν κατόρθωσε να εξακριβώσει αν είχε ενημερωθεί από τον σύμβουλό του για θέματα εθνικής ασφάλειας, τον Μάικλ Φλιν.

Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, ο Πούτιν αναφέρθηκε στην πιθανότητα αναβίωσης των συνομιλιών για διάφορα θέματα και πρότεινε την παράταση της New START. Η συνθήκη αυτή, που λήγει το 2021, θα μπορούσε να παραταθεί για μια πενταετία αν συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές. Αν δεν υπάρξει κάποια συμφωνία ή δεν ξεκινήσει μια νέα διαπραγμάτευση οι δύο μεγαλύτερες πυρηνικές δυνάμεις δεν θα υπόκεινται πλέον σε κανέναν περιορισμό και θα μπορούσαν, αν το θελήσουν, να ξεκινήσουν μια νέα κούρσα εξοπλισμών.

Η New START επικυρώθηκε από τη Γερουσία των ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2010, με ψήφους 71 υπέρ και 26 κατά. Υπέρ ψήφισαν όλοι οι Δημοκρατικοί, οι δύο ανεξάρτητοι και 13 Ρεπουμπλικανοί Γερουσιαστές, αν και οι υπόλοιποι Ρεπουμπλικανοί τη χαρακτήριζαν “αφελή”.