Η απομίμηση παιχνιδιών στοιχίζει 1,4 δισ. ευρώ το χρόνο στην ΕΕ

Περίπου 1,4 δισ. ευρώ χάνονται, κάθε χρόνο, για τους κατασκευαστές παιχνιδιών στην ΕΕ, λόγω της παρουσίας προϊόντων παραποίησης/απομίμησης στην αγορά. Η νέα έκθεση από το Γραφείο Εναρμόνισης στο Πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΓΕΕΑ-ΟΗΙΜ), που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, αποκαλύπτει ότι το 12,3% των πωλήσεων στον τομέα αυτό χάνεται, λόγω της παραποίησης/απομίμησης.

Αυτές οι χαμένες πωλήσεις μεταφράζονται σε 6.150 χαμένες θέσεις εργασίας, με επακόλουθο οι νόμιμες επιχειρήσεις να απασχολούν λιγότερους ανθρώπους απ’ ό,τι μπορούσε να είχε επιτευχθεί, λόγω της αντιγραφής.

Ο τομέας της βιομηχανίας που κατασκευάζει αυτά τα παιχνίδια σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) στην ΕΕ, που απασχολούν, κατά μέσο όρο, περίπου 10 εργαζόμενους ανά επιχείρηση. Από την έκθεση προκύπτει, επίσης ότι, αν ληφθούν υπόψη οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της παραποίησης/απομίμησης, χάνονται 370 εκατομμύρια ευρώ από τα κρατικά έσοδα σε όλη την ΕΕ, που αφορούν το ΦΠΑ, το φόρο εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και το φόρο επί των κερδών μιας εταιρείας.

Η έκθεση αναφέρεται στην παραγωγή προϊόντων, όπως είναι οι κούκλες, τα λούτρινα ζωάκια, τα επιτραπέζια παιχνίδια, τα μουσικά παιχνίδια και όργανα, τα είδη μοντελισμού, όπως είναι τα τρένα και τα παζλ. Δεν περιλαμβάνει, όμως, τις κονσόλες των βίντεο-παιχνιδιών ή το λογισμικό για βιντεοπαιχνίδια ή τα ποδήλατα.

Ο πρόεδρος του ΟΗΙΜ, Aντόνιο Καμπίνος, ανέφερε σε δήλωσή του: «Ολοκληρώνουμε μια εικόνα των οικονομικών επιπτώσεων της αντιγραφής σε έναν μεγάλο αριθμό από οικονομικούς τομείς σε ολόκληρη την ΕΕ.

Η συγκεκριμένη έκθεση μας δείχνει το βαθμό στον οποίο ο τομέας των παιχνιδιών επηρεάζεται από την παρουσία της απομίμησης και της παραποίησης αγαθών στην αγορά. Ο στόχος μας είναι, μέσω αυτής της έκθεσης, να βοηθηθούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην εργασία τους με την παροχή δεδομένων και μελετών που βασίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία, όπως, επίσης, να βοηθηθούν οι καταναλωτές, ώστε να επιλέγουν προϊόντα πιο συνειδητά, μετά από καλύτερη πληροφόρηση».