"Η Ελλάδα σε αυστηρή εποπτεία για χρόνια - Νέα μέτρα το 2019 - 2020" βλέπει ο Βίζερ

Η ελληνική οικονομία θα παραμείνει στο «μικροσκόπιο» των δανειστών για πολλά χρόνια μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, αποκαλύπτει ο πρόεδρος του Eurogroup Working Group (EWG) Τόμας Βίζερ.

Σε συνέντευξή του στο insider.gr εμφανίζεται αισιόδοξος ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της. Αλλά ταυτόχρονα διαμηνύει από το γραφείο του στον τρίτο όροφο του Justus Lipsius, του κτιρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης, εκεί όπου πραγματοποιούνται τα κρίσιμα για τη χώρα μας Eurogroup και οι σύνοδοι κορυφής των ευρωπαίων ηγετών, ότι υπάρχουν σοβαρές προϋποθέσεις, όχι απλά αστερίσκοι.

Σε αυτές περιλαμβάνονται αφενός η έγκαιρη και επίπονη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, ενώ υπαινίσσεται ότι θα υπάρξουν επιπλέον μέτρα το 2019 και το 2020 ανάλογα με την πορεία του προϋπολογισμού του επόμενου έτους.

Ξεκαθαρίζει ότι θα υπάρξει αυστηρή εποπτεία και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά αποκλείει το ενδεχόμενο ενεργοποίησης γραμμής πίστωσης. Δίνει, έτσι, μια «γεύση» της «επόμενης μέρας» για την Ελλάδα, αφού ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα στήριξης. Τα λόγια του αποτελούν κατά μία έννοια έναν οδικό χάρτη για το κλείσιμο του τρίτου προγράμματος και του τι μέλλει γενέσθαι μετά τον Αύγουστο του 2018.

Σε ερώτηση για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει να εξέλθει των μνημονίων στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, είπε: “Έχουν εφαρμοστεί ήδη τρία προγράμματα σε διάστημα οκτώ ετών και η πολιτική βούληση στην Ελλάδα για να υπάρξει ένα ακόμη πρόγραμμα είναι στην πραγματικότητα μηδενική. Επίσης, τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωζώνης προτιμούν το τρίτο να είναι και το τελευταίο πρόγραμμα στήριξης προς την Ελλάδα.”

Τόνισε ότι αυτό θα είναι κίνητρο για να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις κι ότι η Ελλάδα χαίρει ήδη ενός εξαιρετικά ευεργετικού προγράμματος δανεισμού: “Η προοπτική εξόδου της Ελλάδας στις αγορές στο τέλος του προγράμματος αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα για να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση στις μεταρρυθμίσεις, που απαιτούνται, για να σταθεί στα πόδια της μετά τον Αύγουστο του 2018. Αν γνωρίζεις, με άλλα λόγια, ότι το πρόγραμμα θα τελειώσει σε μερικούς μήνες, το κίνητρο είναι μεγάλο για να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις. Επιπλέον, η προοπτική καθίσταται οικονομικώς εφικτή χάρη στις περιορισμένες για το προσεχές διάστημα χρηματοοικονομικές ανάγκες της ελληνικής κυβέρνησης. Η Ελλάδα χαίρει ήδη ενός εξαιρετικά ευεργετικού προγράμματος δανεισμού σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση παγκοσμίως, εκτός από το Βατικανό, με υπέρ εκτενείς ωριμάνσεις και περιόδους χάριτος, και με υπέρ χαμηλά επιτόκια. Απολαμβάνει μία χρηματοοικονομική νιρβάνα.”

Για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους επεσήμανε πως: “Υπάρχει η συμφωνία του Eurogroup τον Ιούνιο του 2016 ότι στο τέλος μιας πετυχημένης ολοκλήρωσης του τρίτου προγράμματος, αν είναι απαραίτητο, θα ληφθούν αποφάσεις για ελάφρυνση χρέους. Η Ελλάδα χαίρει ήδη εξαιρετικά ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών. Το καλοκαίρι του 2018 θα γίνει μια ανάλυση και η απόφαση θα ληφθεί στην ολοκλήρωση του προγράμματος. Θα δούμε στο τέλος του προγράμματος αν χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους.”

Ακόμη ο πρόεδρος του Eurogroup Working Group (EWG) Τόμας Βίζερ χαρακτήρισε εφικτή την εφαρμογή των προαπαιτούμενων που εκκρεμούν: “Τα περισσότερα προαπαιτούμενα αφορούν σε μέτρα, τα οποία έχουν ήδη συμφωνηθεί και νομοθετηθεί, είναι επομένως πλήρως εφικτό να ολοκληρωθεί η εφαρμογή των 95 δράσεων εντός του φθινοπώρου, κάτι στο οποίο συμφωνούν και ορισμένα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης. Ο έλληνας πρωθυπουργός έχει δημιουργήσει, καταλαβαίνω, μία task force με στόχο την προώθηση των δράσεων. Ελπίζω να προεδρεύσει ο ίδιος της διακυβερνητικής αυτής ομάδας, ώστε να προχωρήσουν οι δράσεις και να γίνει εφικτή για συντονισμένη, επαρκή και βέλτιστη εφαρμογή του προγράμματος. Το πρόγραμμα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα δράσεων, οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα αρκετών υπουργείων, της οικονομίας, της ενέργειας, των μεταφορών, της εργασίας. Οπότε χρειάζεται ευρύτερο συντονισμό.”

Ως πιο πιο κρίσιμα ζητήματα της αξιολόγησης, είπε ότι θεωρεί: “Καταρχάς οι ιδιωτικοποιήσεις, όπου αρκετές υποθέσεις παρουσιάζουν σημαντικές καθυστερήσεις, αν λάβουμε υπόψη ότι θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί στις αρχές του 2016. Θα πρέπει να κλείσει το χρονικό αυτό κενό, το οποίο συνδέεται με την επενδυτική διάθεση, αλλά και το επενδυτικό κλίμα στην Ελλάδα και το πώς το αντιλαμβάνονται οι επενδυτές. Επίσης, ο προϋπολογισμός του 2018 αποτελεί σημαντικό ζήτημα, καθώς και η εφαρμογή δράσεων, που αφορούν στον τραπεζικό τομέα. Αναφέρομαι στους εξωδικαστικούς διακανονισμούς, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών όσον αφορά στο χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Υπάρχουν ακόμη ανοιχτά θέματα στον τομέα της ενέργειας, τα οποία έχουν συμφωνηθεί και θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα.”

Για την «επόμενη ημέρα» για την Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, είπε: “Αν υπάρξει απόφαση για ελάφρυνση του χρέους, τότε θα πρέπει να εφαρμοστεί μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Κάποιες αποφάσεις θα εφαρμοστούν άμεσα, ενώ άλλες θα υλοποιούνται τμηματικά στο πέρασμα του χρόνου, όπως η μεταφορά των κερδών SMP και ANFA. Θα υπάρξει ακόμη ένα πλαίσιο πολιτικής, το οποίο μπορεί να ενεργοποιηθεί το 2019 και το 2020. Πρόκειται για ένα πλαίσιο, που δεν είχαμε στις περιπτώσεις άλλων κρατών υπό πρόγραμμα και συνδέεται με τις αποφάσεις, που λήφθηκαν για την ανάγκη νέων έκτακτων μέτρων εφόσον υπάρξει ανάγκη κατά τη διάρκεια των ετών 2019 και 2020. Μπορεί να δούμε νέα μέτρα, αλλά εξαρτάται από ποια σενάρια θα επαληθευτούν, οι πιο απαισιόδοξες προβλέψεις του ΔΝΤ ή οι πιο αισιόδοξες από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών και της ελληνικής κυβέρνησης. Υπάρχει ακόμη το πλαίσιο εποπτείας, που έχει εφαρμοστεί στα κράτη, που ήταν σε πρόγραμμα, όπως έγινε σε Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο. Η Ελλάδα θα υπαχθεί σε ανάλογη εποπτεία μέχρι την αποπληρωμή του 75% των χρεών, αλλά ο βαθμός εποπτείας τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια θα είναι πιο έντονος σε σύγκριση, για παράδειγμα, με την Ιρλανδία.”

Ενώ για τη θέση του ΔΝΤ για τις ελληνικές τράπεζες, ότι δηλαδή χρειάζεται νέα αξιολόγηση των στοιχείων ενεργητικού (AQR) και κεφαλαιακή ενίσχυση 10 δις. ευρώ, ο κ. Βίζερ, απάντησε ότι: “Έχουμε ήδη κάνει σειρά ελέγχων των στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών και δεν νομίζω ότι κάτι έχει αλλάξει. Θεωρώ περιττό έναν τέτοιο έλεγχο δεδομένης της εποπτείας από το SSM και την ευρωπαϊκή αρχή εποπτείας των τραπεζών. Δεν μπορεί να αποκλειστεί τίποτα, αλλά με όσους έχω μιλήσει θεωρούν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χαίρει σωστής εποπτείας. Αν θέλουμε να διατηρήσουμε τη θετική αυτή εικόνα μέχρι το τέλος του προγράμματος θα πρέπει η κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι το πλαίσιο μέτρων που έχει συμφωνηθεί στο πρόγραμμα και αφορούν στις τράπεζες θα εφαρμοστεί. Αναφέρομαι στους εξωδικαστικούς διακανονισμούς, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μέτρα, που κινητοποιούν τους οφειλέτες να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα. Τα μέτρα αυτά δεν αφορούν εφαρμογή από την πλευρά των τραπεζών, αλλά από την ελληνική κυβέρνηση. Αν προχωρήσουν τότε η εικόνα των ισολογισμών των τραπεζών θα είναι καλύτερη όσο καλή μπορεί να είναι δεδομένου του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.”