Κόκκινα Δάνεια: Τελευταία ευκαιρία με κούρεμα έως 80% για 150.000 δανειολήπτες

Τα «συν» και τα «πλην» γύρω από την ένταξή τους στο Νόμο Κατσέλη καλούνται να «ζυγίσουν» το επόμενο διάστημα 150.000 δανειολήπτες με κόκκινα δάνεια.

Από τη μία, οι αλλαγές, οι οποίες συμφωνήθηκαν μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, τροποποιώντας, ουσιαστικά, επί το αυστηρότερο τις προϋποθέσεις υπαγωγής στην προστατευτική του ομπρέλα, σε συνδυασμό με την «επίθεση φιλίας» από τις τράπεζες, που προτείνουν «κουρέματα» αντίστοιχα με αυτά των δικαστηρίων, φέρεται να τους δημιουργεί δεύτερες σκέψεις. «Το προσεχές διάστημα οι επίμαχοι οφειλέτες θα πρέπει να εξετάσουν σοβαρά τι πραγματικά τους συμφέρει: να εμείνουν στην αίτησή τους ή να παραιτηθούν του δικογράφου», εξηγούν στον «Ελεύθερο Τύπο» αρμόδιες πηγές.

Σύμφωνα με τις ίδιες, ήδη τους τελευταίους μήνες παρατηρείται μία τάση… φυγής από το Νόμο Κατσέλη. «Από τις αιτήσεις, που κατατίθεντο στα κατά τόπους Ειρηνοδικεία, το 50% έχει επιτυχή κατάληξη, ενώ το υπόλοιπο 50% είτε απορρίπτεται είτε ματαιώνεται. Ενώ μέχρι πρότινος, ωστόσο, η ματαίωση της αίτησης γινόταν για τυπικούς λόγους, πλέον μεγάλη μερίδα οφειλετών συναινεί στην παραίτηση από το επίμαχο δικόγραφο, προκειμένου να προχωρήσει σε ρύθμιση με την τράπεζα», σημειώνουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν: «Η… στροφή εδράζεται αφενός στην αυστηροποίηση του Νόμου Κατσέλη και αφετέρου στις δελεαστικές προσφορές των ιδρυμάτων».

Τι προτείνουν οι «4»

Πρόταση ρύθμισης, με «κούρεμα», που κυμαίνεται από 50% έως και 80% της συνολικής οφειλής, ρίχνουν τα ιδρύματα στο τραπέζι των συζητήσεων με τους δανειολήπτες, οι οποίοι βρίσκονται στον προθάλαμο του Νόμου Κατσέλη. «Πρόκειται για δανειακές συμβάσεις, συνολικού ύψους 17,5 δισ. ευρώ και οι οποίες θα μπορούσαν να αποπληρώνονται, με αποτέλεσμα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να ήταν χαμηλότερα κατά 20%», ανέφερε σε παρέμβασή της στο συνέδριο του «Red business forum» η γενική γραμματέας της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών (ΕΕΤ), Χαρούλα Απαλαγάκη.

Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένο ότι οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 31 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019 (στα 64,6 δισ. ευρώ από 95,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017), αποφάσισαν να συνεργαστούν γύρω από το επίμαχο χαρτοφυλάκιο. «Η συνεργασία -τουλάχιστον προς ώρας, μιας και, σύμφωνα με πληροφορίες, επίκειται νομοθετική παρέμβαση για πιο ενεργή συνεργασία- έγκειται στην άμεση ανταπόκριση. Για έναν δανειολήπτη που έχει οφειλές σε περισσότερα από ένα ιδρύματα δεν είναι δυνατόν το ένα να προτείνει ρύθμιση μέσα σε μία εβδομάδα και το άλλο μετά από επτά μήνες. Η συμφωνία, λοιπόν, είναι η πρόταση να δίνεται συνολικά στο μικρότερο χρονικό διάστημα», διευκρινίζει στέλεχος με κύριο αντικείμενο τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και προσθέτει: «Εχοντας γνώση του δικογράφου, στο οποίο αναγράφονται όλες οι οφειλές του δανειολήπτη, η εκάστοτε τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε ρύθμιση, συμβουλεύοντας τον πελάτη της να πράξει το ίδιο και με τις υπόλοιπες, στις οποίες έχει ανοίγματα».

Σύμφωνα με το παραπάνω στέλεχος, οι προτάσεις των τραπεζών στηρίζονται κατά βάση στις προηγούμενες αποφάσεις των δικαστηρίων. «Αυτό που κερδίζει ο δανειολήπτης με στεγαστικό προσφεύγοντας στο Νόμο Κατσέλη είναι μία τρομακτική παράταση χρόνου, μιας και η εκδίκαση οριζόταν για μετά από οκτώ, 10 ή και 12 χρόνια και όχι μεγάλο ‘κούρεμα’, αφού εντέλει οριζόταν να αποπληρώσει το 80% με 85% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου», τονίζει και καταλήγει: «Σκοπός μας, λοιπόν, είναι να προσεγγίσουμε τους επίμαχους δανειολήπτες, προσφέροντας ρεαλιστικές ρυθμίσεις στο στεγαστικό, αλλά σαφώς ευνοϊκότερες στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο».

Στο μεταξύ, εκτός… ρύθμισης μένουν -όπως, άλλωστε, ήταν αναμενόμενο- όσοι έχουν μεν, αιτηθεί ένταξης στο Νόμο Κατσέλη, ανήκουν, δε, στην τάξη των αποκαλούμενων και στρατηγικών κακοπληρωτών. Υπολογίζεται πως περίπου ένας στους τέσσερις δανειολήπτες, που έχει αναζητήσει καταφύγιο στην προστατευτική του «ομπρέλα» ανήκει στην επίμαχη κατηγορία, έχει, δηλαδή, να πληρώσει αλλά αποφεύγει. «Ο επίμαχος νόμος θα πρέπει να χρησιμοποιείται από όσους πραγματικά τον έχουν ανάγκη και όχι από όσους έχουν στόχο να αποφύγουν την αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους, ενώ έχουν τη δυνατότητα», σχολίασε σχετικά η κυρία Απαλαγάκη.

ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ