Ζήτημα Τσαμουριάς: Το αγκάθι στις Ελληνο-Αλβανικές σχέσεις - Συνέντευξη με τον διεθνολόγο Σ. Αλειφαντή

Πριν λίγες μέρες, οι σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας βρέθηκαν να είναι σε τεντωμένο σχοινί. Η προκλητική στάση μειοψηφίας Αλβανών ενόχλησε σφοδρά την Ελληνική πλευρά. Μάλιστα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκος Κοτζιάς, δεν δίστασε να αναφερθεί ακόμα και σε προβοκάτσια εις βάρος της χώρας μας. Όλα άρχισαν όταν η πολιτική ηγεσία της Αλβανίας αναφέρθηκε στο θέμα της Τσαμουριάς. Έντονη ήταν η αντίδραση του Ελληνικού υπουργείου εξωτερικών. Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα φαίνεται ότι η πρόκληση δεν σταμάτησε εκεί. Στους αγώνες του Euro 2016 στο Παρίσι, η κερκίδα των Αλβανών οπαδών ανήρτησε ένα πανό στο οποίο αναφερόταν στην Τσαμουριά αλλά και για εγκλήματα πολέμου της Ελλάδας εναντίον των αλβανικών πληθυσμών. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν όροι όπως “γενοκτονία” των Ελλήνων κατά των Αλβανικών πληθυσμών. Για ένα τόσο λεπτό ζήτημα, μιας που σε τέτοια θέματα η χρυσή τομή δεν είναι εύκολο να βρεθεί, ζητήσαμε τη γνώμη ή μάλλον την επιστημονική απάντηση ενός ειδικού. Στις ερωτήσεις μας απάντησε ο διεθνολόγος κ. Στέλιος Αλειφαντής.

-Τις τελευταίες ημέρες φαίνεται πώς αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας Αλβανίας είναι το ζήτημα της Τσαμουριάς. Τι ακριβώς συνέβη τότε; Πρόκειται πράγματι για γενοκτονία;

Η περιοχή της Τσαμουριάς ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και σήμερα ένα μικρό της τμήμα ανήκει στην Αλβανία. Πρόκειται για έναν πληθυσμό εξισλαμισμένων χριστιανών της Ηπείρου μετά την ατυχή εξέγερση του Επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου (του αποκαλούμενου «Σκυλοσόφου») στις αρχές του 17ου αιώνος, ενώ άλλοι εκουσίως προσχώρησαν στο Ισλάμ για να αποκτήσουν αξιώματα ή προνόμια. Η Συνθήκης της Λωζάννης (1923) προέβλεπε οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας να ενταχθούν στο καθεστώς «ανταλλαγής πληθυσμών». Όμως για συγκυριακούς λόγους εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, καθώς η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν τους έστειλε στην Αλβανία ως χειρονομία καλής θέλησης απέναντι στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Έτσι, στο ελληνικό τμήμα παρέμεινε ένας μικρός αγροτικός, κλειστός πληθυσμός μουσουλμάνων που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα.

Στην διάρκεια του Μεσοπολέμου δημιουργήθηκαν τοπικιστικές τριβές με βάση κτηματικές διαφορές με τον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής που και ευνόησαν την καχυποψία και τις αλβανικές αλυτρωτικές τάσεις, τις οποίες συντήρησε η επιθετική πολιτική της φασιστικής Ιταλίας, για να δικαιολογήσει την εισβολή του 1940, στις οποίες συμμετείχαν ένοπλες ομάδες «τσάμηδων». Σ’ όλη την διάρκεια της κατοχής πολλοί εκ των «τσάμηδων» αποδεδειγμένα συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές, συμμετείχαν σε διώξεις, λεηλασίες, καταστροφές, καταδόσεις και μαζικές εκτελέσεις, με αποκορύφωμα την εκτέλεση 49 κατοίκων της Παραμυθιάς, τον Σεπτέμβριο 1943. Η ανάπτυξης της Εθνικής Αντίστασης υπό τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο επέφερε καθοριστικές νίκες κατά των ένοπλων «τσαμηκών» ομάδων σε δύο μάχες τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1944 και η απελευθέρωση της περιοχής από τα κατοχικά στρατεύματα άφηνε πλέον τους «τσάμηδες» εντελώς εκτεθειμένους ως συνεργάτες του κατοχικού καθεστώτος και σκληρούς διώκτες του ελληνικού πληθυσμού. Την υποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων ακολούθησε η μαζική φυγή (γύρω στις 15.000) των «τσάμηδων» στην γειτονική Αλβανία. Σήμερα ζουν στην Ελλάδα μόνο 56 «τσάμηδες». Η αναφορά σε «γενοκτονία» παραμένει πλήρως ανυπόστατη και άνευ σημασίας.

-Πολλοί υποστηρίζουν πώς υπήρχε και συνεργασία με τους ναζί εναντίον των Ελλήνων τότε. Είναι κάτι που βασίζεται σε ιστορικές πηγές ή στηρίζεται σε ανακρίβειες;

Η συνεργασία τους με το κατοχικό καθεστώς είναι πλήρως αποδεδειγμένη και σύσσωμος ο τοπικός πληθυσμός υποδέχτηκε τους Ιταλούς εισβολείς ως «ελευθερωτές» και συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις συχνά στα νώτα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Στην διάρκεια της κατοχή συγκρότησαν εθελοντικές ένοπλες ομάδες σύμπραξης με τις δυνάμεις κατοχής και προέβησαν σε λεηλασίες περιουσιών, φόνους, βιασμούς, πυρπολήσεις σπιτιών και τρομοκρατικών ενεργειών σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Με απόφαση της ηγεσίας της οργάνωσης τους, της Μιντζιλισί Ινταρέ, τον Σεπτέμβριο 1943 στην Παραμυθιά συλλαμβάνονται πενήντα δύο άτομα (καθηγητές, δάσκαλοι, επιχειρηματίες, αγρότες και ανάμεσα τους οι δήμαρχος, ιερέας, γυμνασιάρχης, σχολάρχης, γιατρός) από τους οποίους εκτελούνται οι 49. Το γεγονός τους στιγμάτισε και δημιούργησε πλήρη κοινωνική ρήξη μεταξύ Ελλήνων και «τσάμηδων» στην Θεσπρωτία. Στις δίκες του 1945, μετά την απελευθέρωση, 1930 «τσάμηδες» καταδικάστηκαν ως προδότες με αμετάκλητες αποφάσεις από το Δικαστήριο Δωσιλόγων των Ιωαννίνων και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν από το ελληνικό δημόσιο. Πολλοί, ωστόσο, καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου, καθώς είχαν ήδη διαφύγει ασφαλείς στην Αλβανία με την υποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων. Η οργανωμένη δράση των «τσάμηδων» σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού υπό την πρωτοκαθεδρία του Ντίνο Μπέη είναι εντελώς τεκμηριωμένη, ενώ η εθελοντική συνεργασία τους με τους ναζί αποδεικνύεται από πλήθος γραπτών και φωτογραφικών ντοκουμέντων.

-Κατά τη γνώμη σας, θεωρείτε πως αυτό το θέμα μπορεί να κλιμακωθεί και να δημιουργήσει μεγαλύτερο διπλωματικό πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών;

Παρά τις προσωπικές τραγωδίες που εμπεριέχει ως συνέπεια των γεγονότων του 2ου παγκοσμίου πολέμου, το ζήτημα αυτό θα έπρεπε πλέον να θεωρείται ανυπόστατο μεταπολεμικά. Οι συνθήκες του ψυχρού πολέμου, οι πολιτικές του καθεστώτος Ε. Χότζα έναντι της ελληνικής μειονότητας στην γειτονική χώρα, το «καθεστώς της εμπολέμου» και μετα-ψυχροπολεμικά η ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού και αλυτρωτισμού που συνόδευσε την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας διευκόλυναν ορισμένους αλβανικούς κύκλους να δημιουργήσουν θόρυβο γύρω από το θέμα αυτό, εστιάζοντας καταρχήν στο λεγόμενο «περιουσιακό θέμα» και στην συνέχεια προβάλλοντας εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Θεσπρωτίας. Διάφορες εξτρεμιστικές οργανώσεις εμφανίστηκαν, όπως ο «UCK Τσαμουριάς», προβάλλοντας ακόμη και την δυνατότητα «ένοπλου αγώνα». Η κατάσταση δεν θα δημιουργούσε καμία ανησυχία για την σταθερότητα των ελληνο-αλβανικών σχέσεων αν κατά καιρούς πολιτικές δυνάμεις στην γειτονική χώρα δεν επέλεγαν να εστιάσουν στο θέμα για τους εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Έτσι, για παράδειγμα, το 2000 η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αλβανικής Βουλής ανακοίνωσε ως εθνική υπόθεση την «Τσαμουριά» και πρόβαλε «περιουσιακό θέμα». Ωστόσο, το θέμα φαίνεται να αντιμετωπίζεται με περισσότερο πραγματισμό από τις διαδοχικές αλβανικές κυβερνήσεις κυρίως και λόγω του γεγονότος της ανάγκης καλής γειτονίας με την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ, κ. Ν. Κοτζιά, στα Τίρανα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας επανέλαβε τέσσερις φορές ότι «η Αλβανία είναι πιστή στις συμφωνίες του Ελσίνκι και αναγνωρίζει τα σύνορα που καταγράφονται σε αυτήν τη συμφωνία και ότι είναι παράνομα τα αιτήματα περί Τσαμουριάς». Δεδομένης και της σταθερής ελληνικής τοποθέτησης αλλά και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Αλβανίας δεν πρέπει να αναμένεται καμιά κλιμάκωση στις διμερείς σχέσεις, ενώ παράλληλα ενδέχεται να συμβούν διάφορες μικρές ή σοβαρές ακραίες εθνικιστικές εκδηλώσεις αλβανικών αλυτρωτικών κύκλων. Το όλο ζήτημα είναι πόσο σταθερά αντιμετωπίζονται από τις δύο χώρες τέτοιες ακραίες ενέργειες. Το παρελθόν – ιδιαίτερα το ανυπόστατο – δεν μπορεί να σκιάζει το παρόν και το μέλλον των διακρατικών σχέσεων .