Η συζήτηση για το ελληνικό χρέος

Εδώ και μήνες η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν περιορίζεται στο πλαίσιο της εθνικής δημόσιας σφαίρας της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας, αλλά εκτείνεται στην ευρωπαϊκή και στη διεθνή δημόσια σφαίρα. Στη σχετική συζήτηση συμμετέχουν ομιλητές όπως π.χ. είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και πιο συγκεκριμένα η επικεφαλής του Κριστίν Λαγκάρντ, ο επικεφαλής των Υπουργών των Οικονομικών της Ευρωζώνης Γερούν Ντάισελμπλουμ και προσφάτως (την 10η Σεπτεμβρίου 2015) η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), η οποία εννοείται δεν ασχολήθηκε ειδικά με το «ελληνικό ζήτημα» αλλά διετύπωσε με ψήφισμά της, γενικές αρχές, πάνω στις οποίες θα πρέπει να θεμελιώνονται οι σχέσεις των κρατών – δανειοληπτών με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Στο κατάλογο των ομιλητών θα πρέπει να επιφυλάξουμε πρωτεύουσα θέση στον Πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος μίλησε στην ολομέλεια του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου για το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους. Το ίδιο έπραξε ο Γάλλος Πρόεδρος και κατά την ομιλία του ενώπιον του ελληνικού κοινοβουλίου κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα.

Με βάση αυτά τα δεδομένα επιβάλλεται η ελληνική πολιτική κοινωνία και πρωτίστως η ελληνική κυβέρνηση να επεξεργασθεί το πραγματολογικό και πολιτικό πλαίσιο, εντός του οποίου θα διεξαχθούν οι διαβουλεύσεις και οι συζητήσεις με τους δανειστές με κεντρικό θέμα την αναδιάρθρωση του χρέους. Εξ αρχής θα πρέπει να τονισθεί, ότι οι πιστωτές δεν είναι άλλοι από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), η οποία ως οντότητα αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική οντότητα. Η πρώτη και σημαντική αυτή παραδοχή συνεπάγεται, ότι κάθε σκέψη, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση της απομείωσης του ελληνικού χρέους θα γίνει με τεχνικούς οικονομικούς όρους και τεχνοκρατικές μεθόδους θα πρέπει να αποκλεισθεί. Εννοείται πως ομάδα οικονομολόγων – τεχνοκρατών θα επεξεργασθεί σχέδια και σχετικά προγράμματα, αλλά οι τελικές αποφάσεις θα είναι πολιτικές και θα ληφθούν από τους πολιτικούς δρώντες και όχι από όργανα όπως π.χ. είναι το Eurogroup ή κάποια άλλα όργανα τεχνοκρατών.

Επιβάλλεται από τώρα (Οκτώβριος 2015) η ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες, μέσω των οποίων θα αποσαφηνισθεί, ότι το ελληνικό χρέος και στο διαδικαστικό επίπεδο (όχι μόνον κατά το περιεχόμενο) είναι πολιτικό ζήτημα. Έχει τεράστια σημασία ποιοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι (οι ομιλητές) θα συμμετέχουν στη διαβούλευση. Ο Ολάντ αποφάσισε να μιλήσει για το ζήτημα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και η πολιτική ομιλιακή αυτή πράξη του άνοιξε το δρόμο: οι σχετικές διαβουλεύσεις να διεξαχθούν στα εθνικά κοινοβούλια των επιμέρους κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι πίσω από τις κλειστές πόρτες των τεχνοκρατικών οργάνων της οικονομικής Ευρώπης.

Ως Ευρώπη έχουμε μία ιστορική ευκαιρία να συζητήσουμε για ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα όπως είναι το ελληνικό δημόσιο χρέος, επιτέλους με πολιτικούς όρους και όχι με τις προσταγές της τεχνοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν πολιτικοί όπως π.χ. ο Schäuble να αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικοί και να ομιλούν και να πράττουν ως τεχνοκράτες! Οι ευρωπαίοι πολίτες χρειαζόμαστε επιτέλους να χειρίζονται τα κοινωνικά προβλήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών οι πολιτικοί με τους όρους και τις μεθόδους της πολιτικής.

Τη δραματική νύχτα της 12ης προς την 13η Ιουλίου του 2015, η οποία κατέληξε στο τρίτο κατά σειρά μνημόνιο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους εταίρους – δανειστές επεκράτησε η μερική τεχνοκρατική λογική, η οποία διαχειρίστηκε τη μία πλευρά του «ελληνικού ζητήματος» τη δημοσιονομική προσαρμογή. Τώρα βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στο ίδιο σημείο και καλούμαστε να λάβουμε αποφάσεις, οι οποίες ή θα αναχθούν στο καθολικό πολιτικό πνεύμα της Ευρώπης ή θα αναπαράγουν στο διηνεκές την παθογένεια και το τέλμα στο οποίο όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται εδώ και δύο δεκαετίες.

Πολλοί από τους ιθύνοντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν φαντασθεί τον εαυτό τους ως «κατασκευαστή» κοινωνιών και συστημάτων κοινωνικού βιόκοσμου. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι ίδιοι σκέπτονται φυσιοκρατικά. Με άλλα λόγια τοποθετούν στο κέντρο του μυαλού τους την οικονομική επιστήμη κατά το πρότυπο της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Δεν αντιλαμβάνονται όμως ότι μ’ αυτόν τον τρόπο παγιδεύονται και οι ίδιοι, αλλά οδηγούν στην παγίδα και όλους εμάς που μέσω του δημοκρατικού συστήματος τους έχουμε τοποθετήσει στη θέση του αντιπροσώπου. Ο Claus Offe (γερμανός κοινωνιολόγος) αναφέρεται συχνά στην παγίδα που έχει πέσει η Ευρώπη και στο βιβλίο του που θα δημοσιευθεί τις προσεχείς ημέρες εξετάζει τρόπους διαφυγής. Πιστεύω ακράδαντα, ότι το «ελληνικό ζήτημα» ως εκδοχή του χρέους προσφέρεται ως ιστορική ευκαιρία και για την ελληνική πολιτική κοινωνία, αλλά και για την ίδια την Ευρώπη ως πολιτική οντότητα να υπερβεί τα δεσμά της τεχνοκρατίας.

Συνοψίζοντας μπορούν να ειπωθούν τα εξής: οι διαβουλεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους μπορούν να προετοιμαστούν και να οργανωθούν με όρους κοινοβουλευτικούς, δημοκρατικούς, πολιτικούς. Η πολιτική πρωτοβουλία του Γάλλου Προέδρου Ολάντ είναι ο πραγματολογικός οδοδείκτης. Στις σχετικές συζητήσεις, ως ομιλητές συμμετέχουν με θέσεις και απόψεις όλοι όσοι εντάσσονται στο μοντέλο του σκέπτεσθαι που αντιστοιχεί στην πολιτική Ευρώπη. Όλοι όσοι προεκτείνουν τον Λόγο στην «ιστορική του τελολογία» κατά τον Χούσερλ. Όσοι ευρωπαίοι πολιτικοί υπονομεύουν τον Λόγο και καθίστανται λογιστές και ενδιαφέρονται μόνον να ελέγχουν τις εθνικές οικονομίες κατά το πρότυπο των επιχειρήσεων τότε αυτοί αποκλείουν τον εαυτό τους από τις πολιτικές συζητήσεις για το ελληνικό χρέος. Και η ελληνική κυβέρνηση, επιτέλους, επιβάλλεται να αντιληφθεί, ότι μπορεί να κερδίσει το χαμένο έδαφος της 13ης Ιουλίου 2015. Ο τύπος των διαβουλεύσεων και οι ομιλητές των συζητήσεων για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι διαδικαστικό ζήτημα επειδή είναι πολιτικό πρόβλημα.