H Ελλάδα στην παγίδα του χρέους

Ας ξεκινήσουμε με μία διαπίστωση, την οποία έχει κάνει ο γερμανός φιλόσοφος Jürgen Habermas: «Για να διασωθεί η νομισματική ένωση δεν είναι αρκετό – μπροστά στις δομικές διαφορές των εθνικών οικονομιών – να χορηγούνται πιστώσεις στα χρεωμένα κράτη, ελπίζοντας ότι το καθένα απ’ αυτά θα τα καταφέρει από μόνο του να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας του. Χρειάζεται αντίθετα μία συνεργατική προσπάθεια, η οποία θα αυξάνει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα όλης της ευρωζώνης». Από ερμηνευτικής απόψεως ο Habermas προτείνει δύο μοντέλα – δύο τύπους – επίλυσης του πολιτικού προβλήματος του χρέους των χρεωμένων κρατών – μελών της Ευρωζώνης. Το ένα μοντέλο είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων στα χρεωμένα κράτη και το άλλο είναι το μοντέλο της πολιτικής αλληλεγγύης, του οποίου μία εφαρμοσμένη πρακτική εκδοχή είναι η έκδοση ευρωομολόγων μεταξύ των κρατών – μελών της ευρωζώνης. Δεν είναι όμως η μόνη.

Από το 2010 και μέχρι σήμερα για να επιλυθεί το πολιτικό πρόβλημα του δημοσίου χρέους της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας υιοθετήθηκε το πρώτο μοντέλο. Και μετά τη συμφωνία των Βρυξελλών της 13ης Ιουλίου 2015 εφαρμόζεται και το τρίτο κατά σειρά «μνημόνιο», δηλ. χρησιμοποιείται μία κατεξοχήν τεχνοκρατική μέθοδος για να επιλυθεί ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα όπως είναι το πρόβλημα του δημοσίου χρέους. Όλοι οι εμπλεκόμενοι ελπίζουν (όπως εξ άλλου τονίζει και ο Habermas), ότι θα τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και το έτος 2018 όπως προβλέπεται στους σχετικούς σχεδιασμούς θα «βγει» η ελληνική κοινωνία από τη δομική και υπαρξιακή κρίση, στην οποία θα έχει βυθισθεί επί μία δεκαετία. Ή μήπως θα έχουν διαψευσθεί οι προβλέψεις;

Η απόρριψη του δεύτερου μοντέλου της πολιτικής αλληλεγγύης δεν έχει αποκλεισθεί εντελώς. Αντιθέτως το τελευταίο διάστημα συζητείται ευρύτατα στους διεθνείς κύκλους με κεντρικό θέμα την αναδιάρθρωση του χρέους, εάν όχι σε ονομαστικές τιμές τουλάχιστον υπό άλλες μακροοικονομικές εκδοχές. Το ανοιχτό παιχνίδι της διαβούλευσης σχετικά με την πολιτική διαχείριση του ελληνικού δημοσίου χρέους φαίνεται πως διαμορφώνει για την ελληνική κοινωνία πραγματολογικές συνθήκες ψυχικής και πολιτικής αντοχής. Γιατί, θα πρέπει να το παραδεχθούμε, ως κοινωνική συλλογικότητα έχουμε αγγίξει το «βαθμό μηδέν» της ύπαρξης και στα τρία επίπεδα της νεωτερικής πολιτικής συγκρότησής μας.

Πράγματι η ελληνική κοινωνική συλλογικότητα διανύει μία ιστορική φάση μετά το 2010 (δηλ. μετά το τέλος της μεταπολίτευσης) χωρίς πυξίδα, χωρίς προσανατολισμό, χωρίς προοπτική και χωρίς όραμα. Βρίσκεται κυριολεκτικά εγκλωβισμένη στην παγίδα του δημοσίου χρέους. Ό,τι αποτελεί στοιχείο και περιεχόμενο μίας κοινωνικής δραστηριότητας κινείται στον αστερισμό του χρέους. Όλες οι υλικές πράξεις, όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες, όλες οι πνευματικές ενέργειες, όλοι οι συνειδησιακοί αναστοχασμοί κινούνται εντός των ορίων του χρέους. Το δημόσιο χρέος, η τεχνοκρατική ή η πολιτική διαχείρισή του, η εξόφλησή του, η επίλυση του προβλήματος του χρέους είναι το μοναδικό και το αποκλειστικό μέλημα των ατόμων, των επιμέρους συλλογικοτήτων, των πνευματικών ηγεσιών, των κομμάτων, της κυβέρνησης κ.ο.κ. Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν με το χρέος. Και όλοι συνειδητοποιούμε, ότι με τέτοιες πραγματολογικές συνθήκες δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτική κοινωνία, η οποία μεριμνά για το «ευ ζειν» (Αριστοτέλης).

Η ελληνική κοινωνία εγκλωβισμένη στην παγίδα του χρέους αποτελείται από άτομα, τα οποία αυτοπροσδιορίζονται εκ των πραγμάτων όχι ως υποκείμενα δικαίου, όχι ως πολίτες, αλλά ως «γυμνές υπάρξεις» (ο όρος ανήκει στον ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben), δηλ. είναι φυσικές υπάρξεις χωρίς τους προσδιορισμούς που αποκτά το άτομο κατά την περίοδο της πολιτικής νεωτερικότητας (μετά τον δέκατο ένατο αιώνα). Η ιδιότητα του πολίτη είναι συνειδησιακή υπόθεση. Όλοι πασχίζουμε να διατηρήσουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας ως πολίτες. Και ως έλληνες πολίτες. Και ως ευρωπαίοι πολίτες. Ωστόσο όμως ζούμε εντός συστημάτων όπως π.χ. εντός του ασφαλιστικού συστήματος το οποίο αντιμετωπίζει τους ασφαλισμένους, τους συνταξιούχους, ως δεδομένα υπολογισμού και στατιστικής. Οι σχετικές ρυθμίσεις του τεχνοκρατικού «μνημονίου» δεν αναφέρονται σε πολίτες αλλά σε φυσικές υπάρξεις.

Η μεταμόρφωση αυτή αντανακλάται στο δεύτερο επίπεδο της συγκρότησης της ελληνικής συλλογικότητας ως πολιτικής κοινωνίας το οποίο δεν είναι άλλο από τη δημιουργία των κομμάτων. Όλοι αναρωτιούνται πώς και γιατί μέσα σε πέντε μόλις χρόνια έγιναν οι ριζικές αυτές ανατροπές στο κομματικό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή και θα διατυπώσουμε μόνον μία γενική ερμηνευτική αρχή: τα δύο κλασικά και παραδοσιακά κόμματα, δηλ. η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ συρρικνώθηκε και το ΠΑΣΟΚ εξαφανίσθηκε, επειδή είχαν αντικαταστήσει την αντιπροσωπευτική σχέση ως σχέση διαμεσολάβησης ανάμεσα στο κόμμα και την κοινωνία με την πελατειακή σχέση. Η πρόσφατη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδιαμφισβήτητη και όπως προκύπτει από τα πράγματα εκφράζει μία νέα δυναμική διαμεσολαβητική σχέση ανάμεσα σε κομματική συλλογικότητα και κοινωνικό βιόκοσμο. Τα υπόλοιπα σχήματα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν κόμματα επειδή ακριβώς δεν συνδέονται με την κοινωνία μέσω της αντιπροσώπευσης (Rousseau), αλλά χρησιμοποιούν διαύλους επικοινωνίας και πρόσδεσης που παραπέμπουν σε παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Οι ψηφοφόροι τους δεν είναι πολίτες ούτε υπό την εκδοχή του πελάτη. Είναι φυσικές υπάρξεις που απεγνωσμένα αναζητούν να βρουν μία θέση σ’ έναν «πολιτικό ήλιο», τον οποίο κρύβει η μαυρίλα του θανάτου.

Στο τρίτο επίπεδο της συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας ως πολιτικής οντότητας θα πρέπει να παραδεχθούμε όλοι μας, πολίτες και πολιτικοί, ότι την δραματική νύκτα της 12ης προς την 13η Ιουλίου 2015 δώσαμε μία μάχη. Δώσαμε ως πολιτική κοινωνία έναν αγώνα, να αποδεχθεί η ευρωζώνη το δεύτερο μοντέλο της πολιτικής αλληλεγγύης ως σχέδιο και ως πρόγραμμα επίλυσης του πολιτικού προβλήματος του ελληνικού δημοσίου χρέους. Την μάχη και τον αγώνα τον έδωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα το Νοέμβριο του 2015 βρισκόμαστε ως πολιτική κοινωνία να ακολουθούμε κατά γράμμα την τεχνοκρατική μέθοδο του «μνημονίου». Επειδή η ανθρωποκεντρική ιστορική εξέλιξη δεν είναι ευθύγραμμη, τη μάχη που χάσαμε την 13η Ιουλίου 2015 στις Βρυξέλλες μπορούμε να την κερδίσουμε το 2016 υπό δύο μείζονες πραγματολογικές προϋποθέσεις: πρώτον, να επεξεργασθούμε ως πολιτική κοινωνία ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό σχέδιο πολιτικής αλληλεγγύης και δεύτερον, να «μεταφράσουμε» ως πολιτική κοινωνία το τεχνοκρατικό μνημόνιο σε πολιτικό πρόγραμμα επίλυσης του προβλήματος: δημόσιο χρέος.