Συνεννόηση – συναίνεση - συγκυβέρνηση

Οι τρεις λέξεις του τίτλου παραπέμπουν σε τρεις διαφορετικούς τύπους πολιτικής συνύπαρξης κομματικών συλλογικοτήτων στη σύγχρονη πολιτική κοινωνία. Αναφέρονται όμως και στην ελληνική καχεκτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία ως μορφή επιχειρηματολογικής αντιπαράθεσης, όπως φαίνεται, διανύει ακόμη τα πρώτα νηπιακά βήματά της. Οι παράγοντες, τα αίτια και οι λόγοι που παίζουν ρόλο για το νηπιακό στάδιο, στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία σχετικά με τη συγκρότησή της ως επιχειρηματολογική διαδικασία δεν μπορεί να εξεταστεί στη σύντομη αυτή ανάλυσή μας.

Εκείνο όμως που ενδιαφέρει όλους τους πολίτες και υποθέτω, ότι ενδιαφέρει και τους πολιτικούς, στο βαθμό που οι τελευταίοι συνειδητοποιούν ότι εκλέγονται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής διαδικασίας και δεν διορίζονται ως διαχειριστές εξουσίας από κάποιους πελάτες είναι το εξής: γιατί σε μία δύσκολη εποχή, σε μία εποχή κρίσης, σε μία ιστορική φάση εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας ούτε οι πολίτες, ούτε οι πολιτικοί δεν κατόρθωσαν επί έξι χρόνια (2010-2016) να «κατασκευάσουν» τη συνείδηση, το ερμηνευτικό σχήμα μέσω του οποίου θα μπορούσαν να βγουν από τα αδιέξοδα της ιστορικής και της κοινωνικής πορείας τους που οι ίδιοι δημιούργησαν; Αντιθέτως αποδεχθήκαμε ως κοινωνική συλλογικότητα το «Καστελόριζο» τον Απρίλιο του 2010 και έκτοτε δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτό;

Η ελληνική πολιτική κοινωνία για να επιβιώσει ως πολιτική οντότητα χρειάζεται επειγόντως να αποφασίσει σε ποιους από τους τρεις τύπους πολιτικής συνύπαρξης κομματικών συλλογικοτήτων καταλήγει: επιλέγει τη συγκυβέρνηση, είναι υπέρ της συναίνεσης ή υιοθετεί τη συνεννόηση; Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η περιώνυμη ιδιωτική τηλεόραση και ραδιοφωνία (έχει ζωή τριάντα χρόνια) δεν έχει παίξει «καθαρό επικοινωνιακό παιχνίδι» στη συγκρότηση των τριών τύπων πολιτικής συνύπαρξης. Οι σχετικές επιστημονικές έρευνες θα προσκομίσουν τα στοιχεία που θα αποδείξουν τι σημαίνει πληροφορία και τι σημαίνει εξωθεσμικό κέντρο εξουσίας.

Από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας, όταν γίνεται λόγος για τη «συγκυβέρνηση» ως τύπο πολιτικής συνύπαρξης δηλ. για τη συμμετοχή στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας, δύο ή περισσοτέρων κομματικών συλλογικοτήτων, εννοούμε τη σύγκλιση των κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση σε προγραμματικό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει ότι τοποθετούνται σε δεύτερο επίπεδο οι ιδεολογικές προτεραιότητες και οι στρατηγικοί στόχοι τους. Αυτό συμβαίνει στις μέρες μας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την προγραμματική κυβερνητική συνεργασία ανάμεσα στην Μέρκελ και τον Γκάμπριελ. Εννοείται, ότι δεν έχουμε μία τέτοιου τύπου προγραμματική κυβερνητική συνεργασία στην Ελλάδα ανάμεσα στον Τσίπρα και τον Καμμένο. Ως πολιτικός φιλόσοφος καταλαβαίνω, ότι σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μία προ-πολιτική σύμπραξη.

Το ερώτημα όμως για την ελληνική κοινωνία παραμένει. Και είναι αμείλικτο και δεν μπορεί σ’ αυτό το ερώτημα να απαντήσει κανείς Σόιμπλε, καμία Μέρκελ, παρά μόνον όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως πολίτες της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας, δηλ. εμείς, ο καθένας, τα άτομα πολίτες και πολιτικοί. Κατά τα επόμενα έξι χρόνια (δηλ. μέχρι το έτος 2020) θα ζούμε εμείς, οι γονείς μας, τα παιδιά μας με τα μνημόνια του «Καστελόριζου»; Θα παριστάνουμε ότι είμαστε μία «πολιτική κοινωνία» (Αριστοτέλης), η οποία στη συνείδησή της ενδιαφέρεται να φτιάξει «πάρκα» για τους φτωχούς, για τους μετανάστες, για τους πρόσφυγες, ενώ έχει αποτύχει να διαμορφώσει στοιχειώδεις διοικητικές και πολιτικές δομές;

Ενώ λοιπόν στη Γερμανία χωρίς να υπάρχει κανένα υπαρξιακό πολιτικό πρόβλημα όπως είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε εμείς στην Ελλάδα τα δύο μεγάλα κόμματα συγκυβερνούν, γιατί δε συμβαίνει το ίδιο στην Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό επαναδιατυπώνεται μετά τη συνάντηση των Τσίπρα – Μητσοτάκη. Η απάντηση μου είναι σαφέστατη: Ο Μητσοτάκης ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποφάσισε να «ασκήσει αντιπολίτευση» όπως οι κύκλοι του υποστηρίζουν. Ταυτόχρονα όμως στο μείζον θέμα της συγκρότησης της «δημόσιας σφαίρας» δηλ. της λειτουργίας του ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ (ΕΣΡ) υπαναχώρησε και απέδειξε ότι είναι δέσμιος και των συμφερόντων (μηχανισμών) που τον επέβαλαν αλλά και των πελατειακών σχέσεων των εκλεκτόρων του. Η Δεξιά ως παράταξη δε βάζει μυαλό, αλλά ως κομματική συλλογικότητα στον εικοστό πρώτο αιώνα μπορεί να φορέσει τον μανδύα του νεοφιλελευθερισμού.

Στις συνθήκες της υπαρξιακής κρίσης που ζούμε τι μπορούμε τελικά εμείς οι πολίτες να κάνουμε; Αυτό είναι μείζον ερώτημα εντός του πολιτικού πλαισίου της ελληνικής κοινωνικής συλλογικότητας. Στην τωρινή συγκυρία το πολιτικό έργο των πολιτών συνοψίζεται ως εξής: από τους τρείς τύπους πολιτικής συνύπαρξης των κομματικών συλλογικοτήτων, μπορούμε να ενισχύσουμε αυτόν που ονομάζεται συνεννόηση, δηλ. στην επιχειρηματολογική κλίμακα να επιτευχθεί το minimum κατά περιεχόμενο αμοιβαίας πολιτικής συνύπαρξης. Απόψεις και επιχειρήματα να εντάσσονται στο ορθολογικό πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού.