Το «ελληνικό ζήτημα» ως πολιτικό πρόβλημα

Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 η ελληνική πολιτική κοινωνία εισήλθε σε μία νέα ιστορική φάση εξέλιξης. Ενώ σε πρώτο επίπεδο δημιουργήθηκε η εντύπωση, ότι η πολιτική αλλαγή που σημειώθηκε είχε να κάνει με την εναλλαγή κομματικών σχηματισμών ή συλλογικοτήτων στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας (από τη Ν.Δ. του Κ. Καραμανλή περάσαμε στο ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου), στην πραγματικότητα είχαμε να κάνουμε με μία ριζική «επινόηση» της ίδιας της υπόστασης της ελληνικής κοινωνικής συλλογικότητας ως πολιτικής οντότητας. Αυτό σημαίνει, ότι κατά τους πρώτους μήνες της άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ κατά το έτος 2010, η ίδια η ελληνική πολιτική κοινωνία απέκτησε συνείδηση του κατεξοχήν πολιτικού προβλήματός της, το οποίο δεν είναι άλλο από τον «κρατικό δανεισμό».

Η «υπόθεση Καστελόριζο» θα πρέπει επιτέλους να αντιμετωπισθεί όχι ως τυχαίο πολιτικό «συμβάν» στην ιστορική εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας, αλλά ως μία πραγματικότητα που προήλθε εάν όχι νομοτελειακά οπωσδήποτε όμως από τα ίδια τα πράγματα που σε πραγματολογικό επίπεδο διαμόρφωσαν αυτό που ονομάζουμε: «μεταπολίτευση».

Πράγματι η πολιτική κοινωνία που επικράτησε μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος της χούντας (1967-1974, το οποίο ας σημειωθεί, ότι δεν ήταν παρά ο τελευταίος αμυντικός μηχανισμός απέναντι σε μία ελεύθερη, ανοιχτή και δημιουργική κοινωνία) ήταν μία πολιτική μορφή ζωής δημοκρατίας και ελευθερίας. Στηριζόταν όμως πάνω σε πήλινα πόδια: δηλ. στις πελατειακές σχέσεις ανάμεσα στους εκλέκτορες και τους αντιπροσώπους. Και το δημιούργημα του πελατειακού συστήματος ήταν το κράτος, το οποίο με τη σειρά του ονομάζεται «αγελάδα» την οποία όλοι αρμέγουν, υπάλληλοι και συνταξιούχοι. Η διόγκωση του κράτους, οι πελατειακές σχέσεις, η συρρίκνωση της ελεύθερης αγοράς, το υποτυπώδες κράτος δικαίου και το στοιχειώδες κοινωνικό κράτος και πολλά άλλα συγκροτούν τις δομές της «μεταπολίτευσης», η οποία σε πολιτικό και πολύ περισσότερο σε πραγματολογικό επίπεδο μετατρέπεται σε «σύστημα δανεισμού».

Πώς μπορεί μία κοινωνική συλλογικότητα, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως «μεταπολίτευση» δηλ. ενώ έχει αποκαταστήσει τη νόμιμη πολιτική εξουσία, μπορεί να ανταποκριθεί στα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και αισθητικά αιτήματα της εποχής της, εάν η ίδια δεν είναι ορθολογική μορφή ζωής; Αυτό ήταν και αυτό είναι το μείζον υπαρκτικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Με απλά λόγια, αυτή τη χρονική περίοδο όλοι, πολίτες και πολιτικοί, συζητάμε, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, εάν στοιχειωδώς μπορεί να οργανωθεί ένα «σύστημα ασφάλισης» ή ένα εργασιακό καθεστώς για τους εργαζόμενους, τα οποία να ανταποκρίνονται σε κάποια ιδέα κοινωνικής δικαιοσύνης. Και επειδή τελικά όλοι όσοι συμμετέχουμε στη δημόσια διαβούλευση γνωρίζουμε ότι ο βαθμός ορθολογικότητας μίας κοινωνίας κρίνεται από το επίπεδο της επιχειρηματολογίας, διαπιστώνουμε ότι οι ιδέες για τη λύση είτε του «ασφαλιστικού προβλήματος» είτε του εργασιακού, είναι τεχνοκρατικές και δεν είναι πολιτικές.

Το «ελληνικό ζήτημα» του κρατικού δανεισμού έχει καταστεί πλέον ευρωπαϊκό ζήτημα και όπως διαφαίνεται στον ορίζοντα θα αντιμετωπισθεί εντός του 2016 και ως παγκόσμιο πρόβλημα. Και εμείς στη δική μας πολιτική κοινωνία, επιβάλλεται να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα ως πολιτικό πρόβλημα. Εξ αρχής θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι όταν μιλάμε για «πολιτικό πρόβλημα» εννοούμε  δύο πράγματα: είτε ότι έχουμε πρόβλημα στη νόμιμη άσκηση της πολιτικής εξουσίας (π.χ. κάτι τέτοιο συνέβη επί χούντας στην Ελλάδα), είτε ότι υπάρχει πρόβλημα στην αρχή της αντιπροσώπευσης (π.χ. δεν διεξάγονται εκλογές, όπως γινόταν μετά τον πόλεμο στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης).

Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 το «ελληνικό ζήτημα» κατέστη μείζον πολιτικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας. Δεν αμφισβητεί κανείς, αυτό που στη δημόσια σφαίρα γίνεται παραδεκτό, ότι δηλ. ο ΣΥΡΙΖΑ έλυσε τα εσωκομματικά προβλήματα του σε επίπεδο αντιπαραθέσεων, διαβουλεύσεων ή κριτικών. Το μείζον πολιτικό πρόβλημα συνίσταται στο εξής: μετά την 20η Σεπτεμβρίου 2015 η ελληνική πολιτική κοινωνία αδυνατεί να αυτοπροσδιορισθεί ως πολιτική οντότητα. Εννοείται, ότι δε βρισκόμαστε στο έτος 1967, οπότε και ο αμυντικός μηχανισμός της χούντας επέβαλε τη βούλησή του. Το πρόβλημα βρίσκεται στην αρχή της αντιπροσώπευσης.

Όσα κόμματα προέκυψαν από τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 στερούνται αντιπροσωπευτικής νομιμοποίησης. Είναι είτε εγκληματικές οργανώσεις (ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ), είτε υποπολιτικές κινήσεις (ΠΟΤΑΜΙ), είτε ευκαιριακά σχήματα (ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ), είτε γραφειοκρατικά υπολείμματα (ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ). Και το μείζον ερώτημα που τίθεται σε μία αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το εξής: εμείς οι πολίτες της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας αποφασίζουμε να μας εκπροσωπούν αυτά τα συλλογικά σχήματα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που ονομάζεται «κόμμα»; Το «κρατικό δάνειο» είναι ευρωπαϊκό τελικά τεχνοκρατικό ζήτημα, επειδή στην Ελλάδα έχουμε μείζον πολιτικό πρόβλημα, το οποίο αναφέρεται στην ίδια την κομματική συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας. Όσο τα κόμματα δεν καθίστανται αντιπροσωπευτικά της κοινωνίας σχήματα, τόσο δεν θα επιλύεται το «ελληνικό ζήτημα».