Τουρκικά-αλβανικά γαυγίσματα

Άγκυρα και Τίρανα εκμεταλλεύονται την αδυναμία της χώρας και διεκδικούν ό,τι θυμούνται.

 

Έτσι όπως είναι τα πράγματα – εντός και εκτός της χώρας – αποκτά ιδιαίτερη σημασία ένα παλιό «αξίωμα» που σε γενικές γραμμές λέει: Με τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα είναι απίθανο να κερδίσεις εκλογές, αλλά πολύ πιθανό να τις χάσεις. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές πιστώσεις από επιτυχείς χειρισμούς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι ελάχιστες. Αντίθετα, οι αποτυχίες κοστίζουν βαρύτατα.

 

Ένα ακόμη «αξίωμα» γενικότερης χρήσης είναι αυτό με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική κυβέρνηση και η χώρα τη δεδομένη χρονική συγκυρία: Όσο πιο αδύναμη είναι η θέση που βρίσκεται κάποιος τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που δέχεται από «φίλους», «συμμάχους», αντιπάλους και εχθρούς. Στην προκειμένη περίπτωση κανείς δεν αμφισβητεί ότι η χώρα βρίσκεται από κάθε άποψη (οικονομική, πολιτική, κοινωνική) στα χειρότερά της. Το γεγονός αυτό προφανώς εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κλιμακώνεται η πίεση που δέχεται το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση για διευθετήσεις στο σύνολο των ανοιχτών ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής: Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά, ελληνοαλβανικές σχέσεις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρίσκονται τους τελευταίους μήνες στο διπλωματικό προσκήνιο και βαραίνουν το ήδη ασήκωτο φορτίο που σηκώνει λόγω της οικονομικής – πολιτικής εποπτείας η χώρα.

 

Ο… φτωχός και η μοίρα του.

 

Σε αυτήν ακριβώς τη φάση που η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να αναζητήσει το έλεος των δανειστών για μια διέξοδο από τη «στασιμοχρεοκοπία» πιέζεται για:

Επίδειξη ρεαλισμού και καλής θέλησης για την προώθηση μιας λύσης στο Κυπριακό.

Ανοχή και κατευνασμό των τουρκικών προκλήσεων οι οποίες πια καθημερινά υπενθυμίζουν την επιθυμία της Άγκυρας για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης (που είναι ο θεμέλιος λίθος των ελληνοτουρκικών συνόρων, και όχι μόνο).

Υπομονή και διαλλακτικότητα για τις διεκδικήσεις της «ενδυναμωμένης» και σημαντικής για τις ΗΠΑ Αλβανίας, που ζητά «τσάμικα» ανταλλάγματα για την όποια συμφωνία της στην οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων των δύο χωρών.

Για πολλούς, εντός της ελληνικής κυβέρνησης, όλη αυτή η κινητικότητα εκλαμβάνεται ως ευκαιρία για ξεφόρτωμα από βάρη. Λησμονούν, προφανώς, ότι οι διεθνείς συμφωνίες συμπυκνώνουν τον συσχετισμό δύναμης τη δεδομένη στιγμή που συνομολογούνται. Και, προφανώς, η δεδομένη στιγμή δεν είναι η καλύτερη δυνατή για τη χώρα.

Η ελληνική αδυναμία, η οποία πολλαπλασιάζεται από τα πολλά ανοιχτά μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει, αποτελεί χρυσή ευκαιρία για την αλβανική κυβέρνηση και την εκμεταλλεύεται προκειμένου να προωθήσει τις θέσεις της στο λεγόμενο ζήτημα των Τσάμηδων, να «αποψιλώσει» την ελληνική εθνική μειονότητα και να κερδίσει τα μέγιστα στη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ.

Ακριβώς στην ελληνική (και κυπριακή) αδυναμία ποντάρει και ο «ξένος παράγοντας» με την επαναφορά στο τραπέζι μιας παραλλαγής του «σχεδίου Ανάν» για μια λύση του Κυπριακού η οποία σε τελική ανάλυση στόχο έχει τη «νομιμοποίηση» της εισβολής στην Κύπρο και του ψευδοκράτους και τη διαιώνιση της εποπτείας και του ελέγχου ολόκληρης της «πετρελαιοφόρου» περιοχής από του ξένους «προστάτες».

Την καταφανή ελληνική αδυναμία προφανώς σπεύδει να εκμεταλλευτεί και η Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί με έκπληξη και αμηχανία τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν να μετακινείται και να γίνεται σημαιοφόρος των ακραίων επεκτατικών θέσεων σε βάρος της Ελλάδας, οι οποίες πάντοτε ωστόσο περιέγραφαν την ατζέντα της τουρκικής διπλωματίας. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης από τον πρόεδρο της Τουρκίας σε τελική ανάλυση θεωρητικοποιεί την πρακτική της αμφισβήτησης των ελληνικών χωρικών υδάτων, της ελληνικής κυριαρχίας επί βράχων, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο καθώς και του δικαιώματος του Καστελόριζου να έχει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχή μας ότι αυτές οι τουρκικές αμφισβητήσεις διατυπώνονται έμπρακτα με τη χρήση και την επίδειξη στρατιωτικών μέσων σε καθημερινό επίπεδο.

 

Ζητείται χρόνος

 

Η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας στραμμένη την προσοχή της στην προσπάθεια αναζήτησης μιας συμφωνίας με τους δανειστές που θα της επιτρέψει να «αγοράσει» χρόνο με την ελπίδα ότι το πρόγραμμα θα αποδώσει και θα οδηγήσει σε κάποια οικονομική ανάκαμψη, προσπαθεί απλώς να διαχειριστεί τα θέματα εξωτερικής πολιτικής που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, αποδεχόμενη ίσως ότι τα περιθώρια «επιθετικών» κινήσεων είναι ανύπαρκτα.

Πάντως, όπως σημειώνουν διπλωμάτες στην Αθήνα, η συγκυρία που έχει να κάνει με την αλλαγή διοίκησης στις ΗΠΑ προσφέρει στην ελληνική κυβέρνηση ένα ανέλπιστο «δώρο»: χρόνο.

Όπως υποστηρίζουν έμπειροι διπλωμάτες, τίποτε σοβαρό στον κόσμο αυτήν την περίοδο δεν κινείται καθώς όλοι οι παίκτες αναμένουν τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, τις προτεραιότητες που θα ορίσει και τους στόχους που θα θέσει. Αυτό πιθανόν να προσφέρει μια ανάσα στην ελληνική πλευρά και ίσως μια ευκαιρία στην ελληνική κυβέρνηση να αναζητήσει συναίνεση στο εσωτερικό για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων που θα επανεμφανιστούν με ένταση σύντομα. Αυτή η αισιόδοξη οπτική, ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμά ένα άλλο παλιό αξίωμα: Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται και ενδεχομένως η μεταβατική περίοδος στην Ουάσιγκτον να είναι πειρασμός για κάποιους που θέλουν να δημιουργήσουν μια νέα κατάσταση στην περιοχή…

 

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.topontiki.gr