ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1991 ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ. H Ελένη και ο Λέων μάς έχουν καλέσει στο σπίτι τους για ουζάκι μετά το μπάνιο και μας περιποιούνται με την αρχοντιά της απλότητας που χαρακτήριζε όλη τη συμπεριφορά τους. Ο Λέων αφηγείται με πολύ κέφι ιστορίες με τους φίλους του, τους ντόπιους ψαράδες, που ήταν η μόνιμη παρέα του στις διακοπές, γιατί δεν άντεχε τους «δήθεν», τους παράγοντες, τους νεόπλουτους, τους δημοσιο-σχεσίτες – και μάλιστα δεν είχε καμιά δυσκολία να τους το δείξει. Λίγους μήνες πριν, «TA NEA» μου είχαν αναθέσει το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ και ο Λέων είχε διακρίνει τη νευρικότητα και την αγωνία μου για το αν θα τα καταφέρω. Κάποια στιγμή, μετά το τρίτο ούζο, με ύφος φαινομενικά αδιάφορο, φιλικό και αποφορτισμένο, όπως έκανε πάντα όταν ήθελε να σου πει κάτι σημαντικό, με ρωτά: «Πώς τα πας, Γιάννη μου, στη Βουλή;».

«Προσπαθώ να βρω τρόπο να ρυθμίσω τις σχέσεις μου με τους πολιτικούς, ψάχνω τη συνταγή, δεν ξέρω…», λέω με αμηχανία. «Θα σου πω τη γνώμη μου», απαντά, «και εσύ θα κρίνεις αν έχει κάποια αξία. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί, φίλοι δεν μπορούν να γίνουν, κακά τα ψέματα. Γι’ αυτό οι σχέσεις σου με τους πολιτικούς πρέπει να είναι κοινωνικές, ευπρεπείς, αλλά να διατηρείς πάντα αποστάσεις ασφαλείας. Εάν είσαι εχθρός μαζί τους δεν θα έχεις πηγές και επομένως δεν θα έχεις το ρεπορτάζ. Εάν πάλι γίνεις κολλητός με κάποιους, από αυτήν τη σχέση στο τέλος θα βγεις εσύ ζημιωμένος». Κάθε φορά που παραβιάζω αυτήν τη συμβουλή, σύντομα διαπιστώνω πόσο δίκιο είχε.

Μάιος 2003. Ο Λέων με καλεί, όπως συνήθιζε, ένα απόγευμα στο γραφείο του για να του πω… κανένα νέο. Μία εβδομάδα πριν είχε χάσει τη μητέρα του και ήταν φορτισμένος. «Γιάννη μου, τώρα σε καταλαβαίνω. Μου συμβαίνει ακριβώς το ίδιο που συνέβαινε σ’ εσένα. Κάθε απόγευμα, όταν μπαίνω στο γραφείο μου, σηκώνω το τηλέφωνο για να της τηλεφωνήσω. Ξαφνικά θυμάμαι ότι δεν υπάρχει πια και γίνομαι ράκος. Μου λείπει η μητέρα μου και είμαι πάνω από 70 ετών…».

Τώρα, Λέων, μας λείπεις εσύ…

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “