Αν όχι τώρα, πότε;

ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ του 2012 o Αλέξης Τσίπρας, για να στριμώξει το ΚΚΕ και να λεηλατήσει την εκλογική του βάση, απηύθυνε πρόσκληση για μετεκλογική συνεργασία στην κομμουνιστική Αριστερά, ως δήθεν ιδεολογικά συγγενή χώρο, με τη φράση «αν όχι τώρα, πότε, αν όχι με εμάς, με ποιους»; Ο Περισσός δεν έπεσε στην παγίδα. Εκατό χρόνια φουρναραίοι, οι κομμουνιστές τού απάντησαν ψυχρά «όχι» και η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ τους δικαίωσε στα μάτια των ψηφοφόρων τους.

ΣΗΜΕΡΑ η παράφραση αυτού του ερωτήματος του πρωθυπουργού είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Όχι για την κοινή πορεία της Αριστεράς. Ποιος νοιάζεται, εδώ που φθάσαμε, για την τύχη και την επιβίωση των κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, δεν ανήκει πια στη ριζοσπαστική Αριστερά, όσο και αν παλεύει να κρατήσει τα σύμβολά της με τον αποχαιρετισμό του Κάστρο στην Αβάνα. Ήρθε η στιγμή, λοιπόν, να απευθυνθεί με ειλικρίνεια στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας για βοήθεια, με τη συγκρότηση εθνικού μετώπου. Δεν μιλώ για συγκυβέρνηση. Αυτά τα σενάρια έχουν καεί – δεν ξέρω αν είχαν και ποτέ περιεχόμενο και νόημα. Μιλώ για τη χάραξη εθνικής στρατηγικής από το Συμβούλιο Αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που θα βρίσκεται σε διαρκή συνεδρίαση. Όχι για τη διαχείριση της εσωτερικής πολιτικής, αυτή είναι και θα παραμείνει δουλειά της εκάστοτε εκλεγμένης κυβέρνησης. Αλλά για τη δημιουργία μετώπου στη χάραξη εθνικής γραμμής, για την αποφυγή των εξωτερικών κινδύνων, για την αντιμετώπιση του προσφυγικού και την οριστική παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Τώρα είναι η ώρα ο πρωθυπουργός -για λόγους όχι κομματικού συμφέροντος αλλά πατριωτικού- να ξαναπεί την ίδια φράση προς τους αρχηγούς. «Αν όχι τώρα, πότε»; Αν καταφέρει να πετύχει τη διακομματική συνεννόηση, την οποία πυρπόλησε ως ηγέτης της αντιπολίτευσης, θα αφήσει αποτύπωμα στον δημόσιο βίο. Διαφορετικά, θα έχει την τύχη των πρωθυπουργών της κρίσης. Ίσως και χειρότερη. Μετά την ήττα τους στις εκλογές, οι ηγέτες ξεχνιούνται και λοιδορούνται -άλλος λίγο, άλλος πολύ- ως διαχειριστές των μνημονίων που φτωχοποίησαν την κοινωνία. Με τον Αλέξη Τσίπρα ο θυμός θα είναι μεγαλύτερος, γιατί ήταν μεγαλύτερη η προσδοκία. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ βρίσκεται στην πιο επικίνδυνη στροφή της Ιστορίας της μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πολυετής οικονομική κατάρρευση ζωντάνεψε τις αρχέγονες απειλές των γειτόνων της, Τούρκων και Αλβανών, που κρατήθηκαν επί χρόνια σε λήθαργο. Όχι γιατί ξεχάστηκαν, αλλά γιατί η Ελλάδα αποτελούσε μέλος του κλαμπ των ισχυρών του κόσμου. Της πιο εύρωστης νησίδας της Δύσης. Την ευρωζώνη. Τώρα που οι κρίκοι αυτής της σχέσης τρίζουν και χαλαρώνουν, τα σκυλιά γαβγίζουν. Δείχνουν τα δόντια τους στην αδύναμη χώρα, όσο βλέπουν το καραβάνι στάσιμο να έχει κολλήσει στον βάλτο της κρίσης, για να παραφράσω μία ακόμη αγαπημένη φράση του πρωθυπουργού. «Τα σκυλιά γαβγίζουν, αλλά το καραβάνι προχωράει», είχε πει στο κομματικό του ακροατήριο, για να διαψευσθεί.

ΟΣΑ ΖΟΥΜΕ αυτές τις μέρες με τον Ερντογάν και τον Ράμμα να παραλογίζονται και να σφυροκοπούν την Αθήνα, είναι η καλύτερη απάντηση στους οπαδούς της δραχμής. Μια απάντηση που λέει ότι το ευρώ για την Ελλάδα δεν είναι μόνο οικονομικό πρόγραμμα, είναι κυρίως πολιτικό. Είναι όρος επιβίωσης. Η χώρα, για να συνεχίσει στους σύγχρονους κινδύνους και να ζει με αξιοπρέπεια, πρέπει να είναι μέλος μιας ισχυρής ομάδας της παγκόσμιας κοινότητας. Ο πρωθυπουργός, πια, αυτό το έμαθε καλά. Γι’ αυτό ζήτησε τη βοήθεια της Μέρκελ για να φρενάρει τον Ερντογάν.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΤΩΡΑ που δεν υπάρχει ο Ομπάμα, η καγκελάριος είναι η μόνη ασπίδα. Προφανώς δεν ζήτησε τη βοήθεια των παλιών συντρόφων του στη Λατινική Αμερική. Αυτούς τους χρειάζεται πλέον μόνο για τους κομματικούς τους συμβολισμούς. Στη χώρα μας δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα, όπως εδώ και πολλά χρόνια δεν έχουν να προσφέρουν και στις δικές τους χώρες.

ΟΣΟ ΕΧΟΥΜΕ αυτή την ομπρέλα, οι απειλές των γειτόνων θα παραμείνουν απειλές. Μόνο που η παραμονή μας στο σημερινό στάτους δεν είναι αυτονόητη. Ο Σόιμπλε, με ό,τι εκπροσωπεί, δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Έβαλε νερό στο κρασί του για τη ρύθμιση του χρέους, αλλά επιμένει στις μεταρρυθμίσεις που ζητούν οι δανειστές ως αναγκαίο όρο για την παραμονή μας στο σκληρό νόμισμα. Και όταν λέει μεταρρυθμίσεις, εννοεί νέα επώδυνα μέτρα. Αυτά δεν αντέχει καμία κυβέρνηση να τα σηκώσει μόνη της. Πόσο μάλλον η αναιμική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 11 Δεκεμβρίου 2016.