Επικίνδυνες σχέσεις ακροδεξιάς-Ν.Δ.

Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή έως τον Ευάγγελο Αβέρωφ και από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη έως τον Κώστα Καραμανλή τον νεώτερο, ίδια και απαράλλαχτη είναι η στάση της Ν.Δ. απέναντι στην ακροδεξιά. Μια στάση η οποία συνοψίζεται σε μία λέξη: «ανοχή».

Η απάντηση στο ερώτημα ποιοι λόγοι αναγκάζουν ένα κόμμα που φιλοδοξεί να διευρύνει τα όριά του προς το κέντρο να συνυπάρχει με την ακροδεξιά είναι απλή. Όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ετών δείχνουν ότι 25% της εκλογικής βάσης της Ν.Δ., δηλαδή ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναπολεί με νοσταλγία τη χούντα των συνταγματαρχών ή βλέπει με πολλή συμπάθεια την παλινόρθωση της μοναρχίας. Έτσι, η κάθε ηγεσία της Ρηγίλλης ζει πάντα με τον εφιάλτη της δημιουργίας ενός οργανωμένου ακροδεξιού κόμματος και κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

«Είμαστε τυχεροί μέχρι σήμερα διότι δεν προέκυψε ηγετική μορφή της ακροδεξιάς η οποία να εμπνέει και να συσπειρώνει κόσμο» λέει κορυφαίο στέλεχος της Ν.Δ. και προσθέτει: «Διότι εμείς δεν έχουμε την πολυτέλεια να υποστούμε απώλειες από δεξιά μας. Αν δηλαδή δημιουργηθεί ακροδεξιό κόμμα το οποίο θα εξασφαλίσει ένα ποσοστό της τάξης του 3% – 5%, αυτό θα σήμαινε ότι ουδέποτε η Ν.Δ. θα μπορούσε να κυβερνήσει αυτοδύναμα τη χώρα. Διότι μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα υπάρχει κεντροαριστερή πλειοψηφία και όχι κεντροδεξιά».

Όμως η συγκράτηση των ακροδεξιών ψηφοφόρων από τη Ν.Δ. ωφελεί γενικότερα το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα.

«Ένας αυτόνομος ακροδεξιός σχηματισμός θα έδινε φωνή σε ζητήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού τα οποία αυτή τη στιγμή απορροφώνται μέσα στη συντηρητική παράταξη χωρίς στην πραγματικότητα να εκφράζονται από την πολιτική της Ν.Δ.» υπογραμμίζει στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Πάντως, η διατήρηση των ισορροπιών με τους ακραίους εμποδίζει τον κ. Κ. Καραμανλή και σήμερα να καταδικάσει ανοιχτά και απερίφραστα τα όσα συνέβησαν στη Γαλλία.

Ο πρόεδρος της Ν.Δ., τώρα μάλιστα που πιστεύει ότι βρίσκεται κοντά στην εξουσία, δεν θα ήθελε να δυσαρεστήσει όσους στο κόμμα του δέχθηκαν με αισθήματα ικανοποίησης τον θρίαμβο-εφιάλτη του Λεπέν.

Έτσι ο κ. Κ. Καραμανλής σε μια κλειστή σύσκεψη περιορίστηκε να πει μόνο ότι «είμαστε εντελώς αντίθετοι με τα φαινόμενα τύπου Λεπέν». Και ας γνωρίζει ότι μ΄ αυτή την τακτική ουσιαστικά ζημιώνει τα συνεχή ανοίγματά του προς την Αριστερά εν όψει των δημοτικών εκλογών.
Η τακτική τού «βλέπε, άκουγε και σώπα»
Σε όλους τους προέδρους της Ν.Δ. δόθηκαν πολλές μικρές και μεγάλες αφορμές για να ξεκαθαρίσουν – αν το επιθυμούσαν – μια και καλή τούς λογαριασμούς τους με τα ακραία στελέχη τα οποία εν πολλοίς δυσκολεύουν και τα ανοίγματα του κόμματος προς τον κεντρώο χώρο. Όλοι όμως δίστασαν, φοβούμενοι τη δημιουργία ακροδεξιού κόμματος.

Ο κ. Κ. Μητσοτάκης είχε την ευκαιρία να απομακρύνει τα ακροδεξιά στοιχεία της Ν.Δ. όταν επί πρωθυπουργίας του προέκυψε το θέμα της βασιλικής περιουσίας και οι βουλευτές φίλοι του στέμματος, υμνούσαν τον έκπτωτο μονάρχη ή όταν βουλευτές του ζητούσαν την αποφυλάκιση των πρωταιτίων του απριλιανού πραξικοπήματος. Ίδιες προκλήσεις – ευκαιρίες για ξεκαθάρισμα είχε και ο κ. Μιλτιάδης Έβερτ, με αποκορύφωμα όσα συνέβησαν στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα τις παραμονές του γάμου τού διαδόχου Παύλου. Αλλά και ο κ. Κ. Καραμανλής τα πρώτα χρόνια της ηγεσίας του είχε την ευκαιρία, όταν βουλευτές και στελέχη του κόμματός του διαφώνησαν ανοιχτά με όσα έγραψε στα απομνημονεύματά του ο ιδρυτής του κόμματος για τον ρόλο του παλατιού. Και εκείνος όμως ακολούθησε την τακτική των προκατόχων του που ήταν… «βλέπε, άκουγε και σώπα».

Κανείς ακροδεξιός ή βασιλόφρων δεν διεγράφη από τη Ν.Δ. για τις απόψεις που εξέφρασε, ακόμη και όταν δημιουργούσε πρόβλημα στην ταυτότητα και τη φυσιογνωμία του κόμματος. Την πρώτη περίοδο της ηγεσίας του, ο κ. Κ. Καραμανλής είχε δεχθεί εισηγήσεις να διαγράψει τον κ. Γ. Καρατζαφέρη επειδή, όπως του έλεγαν ορισμένοι επιτελείς του, με αυτόν τον τρόπο θα σηματοδοτούσε το άνοιγμα προς τον μεσαίο χώρο. Δεν τους άκουσε. Ο κ. Γ. Καρατζαφέρης διεγράφη μετά τις εθνικές εκλογές για άλλους λόγους.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ “