Το μισό βήμα είναι λίγο

ΧΩΡΙΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ στο Νταβός έγινε μισό βήμα προς τα εμπρός. Η αλλαγή του ονόματος του αεροδρομίου και μιας λεωφόρου δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για να λυθεί το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, είναι όμως μια χαραμάδα φωτός, μετά από μια μακρά σκοτεινή περίοδο. Ωστόσο, είμαστε μακριά από τη λύση. Όπως έχουν τοποθετηθεί οι πρωταγωνιστές της αντιπολίτευσης, δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά (ο καθένας με τον τρόπο του), δεν μπορώ να βρω την πλειοψηφία που θα ενέκρινε ένα όνομα με τη λέξη «Μακεδονία» και με ανοιχτές όλες τις αλυτρωτικές επιδιώξεις των γειτόνων.

ΜΕΤΑ το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης είναι όλοι σε μεγάλη αμηχανία, ό,τι κι αν λένε. Δεν έχει καμία σημασία αν ήταν μεγάλο ή μεγαλύτερο και αν κάποιοι από τους συμμετέχοντες ήταν γραφικοί και ακραίοι. Αυτό που έχει σημασία είναι πως όλα τα κόμματα μαζί και η Εκκλησία δεν θα μπορούσαν για κανένα άλλο θέμα να κατεβάσουν τόσο κόσμο στον δρόμο. Τα συλλαλητήρια κατά των μνημονίων, που ισοπέδωσαν ζωές ανθρώπων, δεν αντέχουν όλα μαζί στη σύγκριση με αυτό που συνέβη την περασμένη Κυριακή.

Εάν το συλλαλητήριο το βάλεις πλάι στις δημοσκοπήσεις, είναι ξεκάθαρο ότι οι Έλληνες στην πλειονότητά τους δεν επιθυμούν συμβιβασμό. Και αυτό παρότι η ζωή απέδειξε τα τελευταία 25 χρόνια πως ένα όνομα που θα μας άρεσε είναι μια δική μας ρομαντική εκδοχή, η οποία δεν βρίσκει φίλους και υποστηρικτές στη διεθνή κοινότητα. Σχεδόν όλος ο πλανήτης αποκαλεί το κρατίδιο «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τα δικά μας επιχειρήματα σε λίγους ακούγονται πειστικά. Κυρίως σε αυτούς που έχουν ελληνική παιδεία και είναι βαθιά ελληνιστές. Πόσοι είναι αυτοί; Δυστυχώς λίγοι. Γνωρίσαμε μερικούς τα πρώτα χρόνια των μνημονίων που φώναζαν «αφήστε την Ελλάδα να πάρει ανάσα, γιατί της οφείλει ο παγκόσμιος πολιτισμός». Κάθε φορά που τους ακούμε συγκινούμαστε, η πολιτική όμως είναι ένα σκληρό παιχνίδι που δεν το παίζουν ρομαντικοί άνθρωποι. Στην καλύτερη περίπτωση οι παίκτες είναι ψυχροί ρεαλιστές, ακόμη και αν είναι καλών προθέσεων.

Δεν ξέρω πίσω από τις κλειστές πόρτες σε ποια πράγματα έχει συμφωνήσει ο πρωθυπουργός και πού βάζει κόκκινες γραμμές. Πολύ περισσότερο δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσο έχει πιέσει ο Τραμπ, και κατά πόσο η Μέρκελ για άμεση επίλυση του Σκοπιανού. Έχω ακούσει πολλά σενάρια για πιέσεις, αλλά και τα αντίθετά τους σύμφωνα με τα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ήθελαν να λυθεί το ζήτημα, αλλά δεν καίγονται και για τα Σκόπια. Δεν είναι δα καμιά μεγάλη χώρα, ούτε η θέση της είναι μοναδική στα Βαλκάνια ώστε να τρελαίνονται να την εντάξουν στο ΝΑΤΟ εδώ και τώρα. Ούτε η Γερμανία θεωρεί ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα απειλείται από αυτή την εκκρεμότητα ή ότι θα χάσει μια σημαντική αγορά από ένα φτωχό κράτος με 2 εκατομμύρια κατοίκους.

ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ, όμως, ο λαός κάθε χώρας είναι κυρίαρχος. Ακόμη και όταν κάνει λάθος, δεν μπορείς να του γυρίσεις την πλάτη, ιδιαίτερα όταν εκφράζεται με το θυμικό. Κανείς δεν μπορεί να του επιβάλει μία απόφαση-λύση, που θα την εισπράξει ως εθνική ταπείνωση και μεγάλη ήττα.
Τα προηγούμενα χρόνια οι πολιτικοί όλων των κομμάτων που υποστήριζαν ότι η λύση είναι αναγκαία, κινήθηκαν επιπόλαια. Παρασύρθηκαν από τις χαλαρές κοινωνικές συζητήσεις, στις οποίες ακουγόταν κατά κόρον ότι κάναμε λάθος το 1992 που δεν κλείσαμε την υπόθεση και προσθέσαμε ακόμη ένα εθνικό πρόβλημα σε αυτά που ήδη έχουμε. Όλο αυτό απεδείχθη ήταν μία κουβέντα του καφενείου, την οποία δεν συμμερίζεται η πλειονότητα της κοινωνίας. Για να πάρεις μαζί σου την πλειοψηφία, πρέπει να δουλέψεις πολύ συστηματικά και διακομματικά. Γιατί όταν οι μισοί πολιτικοί αποκαλούν τους άλλους μισούς μειοδότες, η σύγχυση πολλαπλασιάζεται και μετατρέπεται σε έκρηξη. Το έχουμε δει το έργο.

ΟΠΩΣ ΕΧΟΥΝ σήμερα τα πράγματα και αν δεν υπάρξει μια γενναία ανατροπή, που πρακτικά σημαίνει υποχώρηση των γειτόνων στο Σύνταγμα και τα σχολικά βιβλία, για άλλη μια φορά το Σκοπιανό θα παραπεμφθεί στις καλένδες. Όσο και αν το Ποτάμι, για παράδειγμα, ιδεολογικά θέλει να ψηφίσει τη συνθέτη ονομασία, χωρίς σοβαρές εγγυήσεις για τον αλυτρωτισμό δεν θα το πράξει. Έτσι μετά από χρόνια θα συζητούμε ξανά ότι η Ελλάδα έχασε μία ευκαιρία, καθώς μόνο η Αθήνα με τη Λευκωσία και το Βελιγράδι θα αποκαλούν FYROM το μικρό κρατίδιο, όταν όλοι οι άλλοι θα το αποκαλούν «Μακεδονία». Και αν σκέφτεστε ότι εκείνοι έχουν να χάσουν πολλά περισσότερα από μας, αυτό είναι αλήθεια. Και δεν είναι μόνο τα τρένα για την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ που θα φύγουν πάλι άδεια, αλλά το βιοτικό τους επίπεδο που θα παραμείνει στον πάτο. Είναι η μόνη χώρα των Βαλκανίων που οι πολίτες της ζουν όπως ακριβώς το 1992. Γιατί οι πολιτικοί της, που είχαν την ευθύνη όλα αυτά τα χρόνια, έστησαν την καριέρα τους σε έναν εθνικισμό ψεύτικο και ανιστόρητο και καταδίκασαν 2 εκατομμύρια ανθρώπους, στη φτώχεια και τη μιζέρια.

To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 28 Ιανουαρίου 2018.