Η μελαγχολία του χωρισμού

ΤΑ ΔΙΑΖΥΓΙΑ έχουν συνήθως μελαγχολία, ακόμη και όταν είναι αναγκαία. Αμέσως μόλις οι δρόμοι χωρίζουν, οι άνθρωποι βιώνουν την αποτυχία του εγχειρήματος στο οποίο επένδυσαν. Αυτός μάλιστα που παίρνει την πρωτοβουλία πρώτος να τερματίσει τη σχέση, παρότι εμφανίζεται ως ο γενναίος της υπόθεσης, βασανίζεται με το άγχος της αμφιβολίας αν έπραξε το σωστό. Αυτά τουλάχιστον λένε οι ειδικοί για τις ανθρώπινες σχέσεις. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη βίαιη διάλυση του ΚΙΝΑΛ μετά την ολιγόμηνη συνύπαρξη της Φώφης με τον Σταύρο.

Ηταν λάθος αυτή η συνύπαρξη. Οσοι γνώριζαν τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα δύο κόμματα ήταν σίγουροι ότι αυτή η ιστορία δεν θα πήγαινε μακριά. Τα δύο κόμματα είναι φτιαγμένα από διαφορετικά υλικά. Με άλλες προσλαμβάνουσες, άλλους στόχους και άλλες διαδρομές. Πώς είναι δυνατόν αυτοί που είχαν την ιδέα της συνένωσης της δήθεν μεγάλης Κεντροαριστεράς, του τρίτου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, να μην είδαν τις διαφορές σε κεντρικά θέματα; Πριν τελειώσει το συνοικέσιο δεν έπρεπε να έχουν δει οι προξενητάδες τις θέσεις των δύο κομμάτων για τα εθνικά θέματα πρώτα, μετά για τα κοινωνικά και μετά για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους; Ισως τα έβλεπαν αλλά πίστευαν ότι αυτά δεν θα ανοίξουν μέχρι τις εκλογές, άρα δεν θα έρθουν αντιμέτωποι με μεγάλα διλήμματα. Διαφορετικά δεν μπορεί να πίστευαν στο Ποτάμι ότι στο θέμα των Σκοπίων η Χαριλάου Τρικούπη θα μπορούσε να κρατήσει άλλη θέση. Πώς το σκέφτηκαν; Δεν έχουν δει τις δηλώσεις του Ανδρέα της δεκαετίας του 1990; Αυτές οι αναφορές διαπερνούν τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων του ιστορικού κόμματος. Αυτοί στο κάτω κάτω της γραφής είναι και βασικοί μέτοχοι, αφού είναι οι περισσότεροι και αυτούς εξέφρασε -και σωστά- η Φώφη Γεννηματά.

ΔΕΝ ΕΙΠΕ ποτέ το Ποτάμι ότι είναι κόμμα της Κεντροαριστεράς, όπως θέλει να αποκαλείται αυτός ο χώρος. Από την πρώτη στιγμή, ο επικεφαλής του δηλώνει ότι είναι στο κέντρο της κοινής λογικής, στο οποίο με ευκολία μπορούν να συνυπάρχουν αριστεροί και δεξιοί. Ετσι έμειναν μαζί για καιρό στελέχη της φιλελεύθερης Δράσης και στελέχη του παλιού κόμματος του Φώτη Κουβέλη. Γιατί σώνει και καλά έπρεπε το Ποτάμι να παντρευτεί με το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου και ό,τι έχει απομείνει από τη ΔΗΜΑΡ;

Η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης, είναι αλήθεια, κάθισαν από την αρχή με καχυποψία στο ίδιο τραπέζι. Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν σε θέση ισχύος, γιατί το κόμμα της δεν διαθέτει μεγάλη δύναμη στην κοινωνία, αλλά εξακολουθεί να έχει ισχυρό μηχανισμό και πολλά στελέχη πρώτης γραμμής. Αρα, με ευκολία έγινε πρόεδρος του νέου σχήματος. Το Ποτάμι ξεκίνησε δυναμικά. Εφερε φρέσκο αέρα και ελπίδα στην πολιτική. Συγκέντρωσε αξιόλογους ανθρώπους, που δεν κουβαλούσαν αρνητικά φορτία. Το πείραμα δεν προχώρησε, για λόγους που είναι λίγο πολύ γνωστοί. Αφησε όμως για αρκετό διάστημα θετικό αποτύπωμα στο δημόσιο βίο. Τώρα δεν διαθέτει μηχανισμό, έχει πλέον και λίγους ψηφοφόρους, επομένως ήταν λύτρωση η απορρόφηση του Ποταμιού από ένα νέο σχήμα, με άλλο όνομα, ώστε να μην καταγραφεί ποτέ στην κάλπη το τέλος του μικρού του κύκλου. Αν οι εκλογές είχαν γίνει τον Μάιο, όπως ζητούσε η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, η οποία έβλεπε το παγόβουνο να πλησιάζει, το νέο σχήμα θα έφτανε ενωμένο στην κάλπη. Η ζαριά του Αλέξη Τσίπρα να λύσει το εθνικό θέμα, κάτω από την ασφυκτική πίεση Αμερικανών και Γερμανών, προκάλεσε όμως αλυσιδωτές εξελίξεις. Ενωσε τη Ν.Δ. και ενδεχομένως να την οδηγήσει στην αυτοδυναμία μετά τη δεξιά στροφή Μητσοτάκη. Προκάλεσε ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ, μεγαλύτερη από εκείνη του τρίτου μνημονίου. Και διαλύει το νέο φορέα στο ξεκίνημά του. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήλπιζε να βρει μελλοντικό πολιτικό σύμμαχο το ιστορικό ΠΑΣΟΚ. Με αυτό φλέρταρε πολιτικά και είχε σταθερά απέναντί του τους λεγόμενους εκσυγχρονιστές, τους οποίους πυροβολούσε με κάθε ευκαιρία. Ετσι έγινε η ανατροπή που κανείς δεν περίμενε. Στο εθνικό θέμα η κυβέρνηση έχει συμμάχους το Ποτάμι, που είχε αναφορές στον κόσμο και τα στελέχη του Κώστα Σημίτη. Είναι περίεργη η ζωή.

ΤΩΡΑ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ακολουθεί την πορεία του. Το ΚΙΝΑΛ τραυματίστηκε, αλλά έχει δρόμο μπροστά μου. Στενό βέβαια, όχι λεωφόρο. Αρκεί να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι είναι πλέον μικρό κόμμα, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, να αναδείξει νέα πρόσωπα και να υπερασπιστεί τις καλές στιγμές της πολυετούς κυβερνητικής θητείας του. Αν καταφέρει να πλησιάσει το 10% θα είναι ρυθμιστής. Αν μείνει στο 6-7% είναι αναγκασμένο να συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα, εφόσον χρειαστεί τη βοήθειά του στο σχηματισμό κυβέρνησης.

Οσο για το Ποτάμι, έχει δύο επιλογές. Είτε θα μετρηθεί μόνο του στις εκλογές, με ελάχιστες πιθανότητες να ανακάμψει και να μπει στη Βουλή, είτε θα παραμείνει μια κίνηση – ρεύμα ιδεών που θα παρεμβαίνει στις εξελίξεις χωρίς να μετρηθεί ξανά στην κάλπη. Μπορεί ωστόσο να συνεργάζεται ως ιδεολογική τάση με ένα μεγάλο κόμμα.

ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ του Ποταμιού, όσα έχουν απομείνει, θα επενδύσουν ο καθένας χωριστά σε όποιο πολιτικό φορέα τούς ταιριάζει. Αλλοι στη Νέα Δημοκρατία, άλλοι στον ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι στο Κίνημα Αλλαγής. Ηδη οι κουβέντες σε προσωπικό επίπεδο έχουν ξεκινήσει. Ο καθένας ήδη έχει σχεδιάσει το μέλλον που του ταιριάζει. Κανείς δεν θα μείνει εκτός σκηνής και το λέω μετά λόγου γνώσεως.

To άρθρο του Γ. Πολίτη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Realnews την Κυριακή, 08 Ιουλίου 2018.